Σκηνοθεσία: Αλμπερτίνα Κάρι
Παίζουν: Ανάλια Κουτσέιρο, Χαβιέρ Λορέντζο, Βίκτορ Χούγκο Καρίζο, Ναζαρένα Ντουάρτε, Ντάλμα Μαραντόνα, Γκονζάλο Πέρεζ
Διάρκεια: 89'
2008
Αν κάθε ταινία μπορούσε πλήρως να περιγραφεί με λόγια δε θα υπήρχε η τέχνη του κινηματογράφου.
Αν κάθε ανθρώπινο δράμα μπορούσε να αναλυθεί με όρους αιτίου και αιτιατού, το γένος μας θα γινόταν πιο ευτυχές όσο κυλούν οι αιώνες.
Αν δεν ξεχνούσαμε πως βλέπαμε τον κόσμο όταν ήμασταν παιδιά, δε θα γινόμασταν ποτέ ενήλικες.
Αν μπορούσαμε πάντα να τιθασεύουμε τα γεννητικά μας όργανα, δε θα υπήρχε η ανάγκη της ψυχανάλυσης.
Αν δεν έπρεπε να γράψω αυτό το κείμενο, δε θα το έγραφα, γιατί με ζορίζει πολύ αυτό που είδα και ό,τι και αν γράψω δε θα το «πιάνει» στο σύνολό του.
Η ταινία διαδραματίζεται στις αργεντίνικες πάμπας, δηλαδή τις ατελείωτες πεδιάδες της νοτίου Αμερικής. Εκεί υπάρχει ένας μικρός οικισμός, το La Rabia, που σημαίνει «Η Οργή». Φτώχια. Γύρω του υπάρχουν λίγα αγροκτήματα. Στις απέραντες εκτάσεις οι λίγες οικογένειες αποκομμένες από τον «εξωτερικό κόσμο» προσπαθούν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία να τα βγάλουν πέρα.
Δεν είναι καθόλου βουκολική αυτή η ζωή. Είναι άγρια, έχει σκληρά χέρια, λίγα λόγια. Η ζωή στη φύση έχει γοτθικό τρόμο (όπως έδειξε μέσα σε τόσα άλλα, ο τόσο παρεξηγημένος «Αντίχριστος» του Τρίερ). Οι νυφίτσες χυμούν στα πρόβατα, οι σκύλοι ξεσκίζουν τις κότες, οι άνθρωπο δένουν ανά δυο τα πόδια των μοσχαριών, με ένα μαχαίρι τρυπούν το κεφάλι τους, το αίμα γεμίζει έναν κουβά, έπειτα χαράζεται η κοιλιά και όλα τα σπλάχνα κυλούν έξω, έπειτα κόβονται τα πόδια από τα γόνατα με κοφτερό μαχαίρι, έπειτα γυναίκες και παιδιά βγάζουν το τρίχωμα και έτσι το ζαμπονάκι κάποια στιγμή καταλήγει στο ζεστό τοστ μας.
Δεν είναι μόνο υγρή η βροχή που κοιτούμε για να γράψουμε ποίηση – κόκκινο το δείλι, λευκό το χιονάκι. Υγρό είναι και το αίμα, υγρό είναι και το σπέρμα.
Αντικριστά βρίσκονται δυο αγροκτήματα. Στο ένα κατοικεί ο Πόλντο με τη γυναίκα του και την κόρη του τη Νάτι. Η Νάτι είναι μουγγή και όταν αναστατώνεται κοιτά σιωπηλά και γυμνώνεται. Ο πατέρας την αγαπά μα είναι αμήχανος, άγαρμπος.
Στο άλλο κατοικεί ο Πίντσον με το γιο του το Λαδεάδο. Ο Λαδεάδο δεν πάει σχολείο, δουλεύει όλη μέρα, πνίγει νυφίτσες, μαζεύει άχυρο, δέρνεται από τον πατέρα του.
Ο Πίντσον πηδιέται με τη γυναίκα του Πόλντο. Κάθε τόσο, κάτω από τη μύτη του άντρα της, μπροστά στα μάτια των παιδιών που κρυφοκοιτούν. Δεν κάνουν έρωτα όπως στα βιβλία, πηδιούνται όπως στη ζωή, με βιαιότητα, με δαγκώματα, με σημάδια στη σάρκα.
Όπως δεν μπορούν να υπάρξουν παιδικά παραμύθια, γιατί τα γράφουν οι μεγάλοι, έτσι και δεν μπορούμε να ξέρουμε πως βλέπουν τα καμώματά μας τα παιδιά. Η ταινία αποπειράται να το δείξει μέσα από τις ζωγραφιές της δεκάχρονης Νάτι που ζωντανεύουν ως animation και από το βλέμμα του δεκάχρονου Λαδεάο.
Αυτή λοιπόν είναι η πλοκή. Μα η ταινία καθόλου δεν είναι αυτή. Έχει μικρή διάρκεια μα έχει άφθονες σιωπές. Διαυγή και ευφυή σκηνοθεσία. Εκπληκτικές ερμηνείες από όλους. Δείχνει το σεξ, δείχνει το αίμα των ζώων, δείχνει τους πυροβολισμούς με τους οποίους εμείς οι άνθρωποι υπογράφουμε τα λόγια μας. Ένα μικρό λιτό αριστούργημα.
Τα προβατάκια κάνουν «μπεεε, οι αγελαδίτσες κάνουν «μοουυ», «χρατς» κάνει το μαχαίρι του χασάπη, και «ααχ» κάνουν οι άνθρωποι όταν χύνουν το αίμα ή το σπέρμα τους.
Αξιολόγηση: * * * * (4)
Δημήτρης Δρένος
δημοσιεύθηκε στον Εξώστη, 19/11/2009
απίστευτο κείμενο που περιγράφει βαθύτατα την αγριότητα που τραυματίζει συνεχώς ψυχικά και πνευματικά το θεατή της "Οργής". Τα ανθρώπινα κτήνη ηδονίζονται μπροστά στους θεατές , τα παιδιά. Μα τελικά αυτό που βιάζεται είναι η αθωότητα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜοναδικό κείμενο. Πολλά μπράβο!
Αν και άργησα πάρα πολύ να απαντήσω, έστω και καθυστερημένα θέλω να ευχαριστήσω για το πολύ ενθαρυντικό σχόλιο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρόκειται για μια πάρα πολύ δυνατή ταινία - η οποία αποδεικνύει κιόλας πόσο ιδιαίτερη τέχνη είναι το σινεμά, πόσο μπορεί να γίνει "γροθιά στο στομάχι", να έχει μια σχεδόν σωματική αμεσότητα ως προς το θεατή -κάτι που κατά τη γνώμη μου μόνο η μουσική μπορεί επίσης να πετύχει.
Δεν είναι τόσο τα λόγια της "Οργής" όσο τα βλέμματα και το αχανές του τοπίου στα πλάνα, που μεταφέρουν το μήνυμα και την αίσθηση.
Κάτι τέτοιες ταινίες μου φαίνεται πολύ δύσκολο να τις προσεγγίσει κανείς με τα λόγια. Είναι πολύ δύσκολο να προσεγγίσεις αυτό που είδες γιατί είναι ακριβώς "για να το δεις" και όχι "για να λεχθεί".
Για αυτό το λόγο προσπαθώ τα κείμενα μου - όσο τα καταφέρνω - να αναπαράγουν υφολογικά την αίσθηση που μου δημιούργησε η θεάση της ταινίας.
Από το σχόλιο σας καταλαβαίνω πως ως ένα βαθμό το πέτυχα για τη συγκεκριμένη ταινία και χαίρομαι πολύ για αυτό.
Δημήτρης