Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

ΟΝΤΕΤ ΤΟΥΛΕΜΟΝΤ (ODETTE TOULEMONDE)

Σκηνοθεσία: Έρικ Εμάνουελ Σμιτ
Ηθοποιοί: Κάθριν Φροτ, Άλμπερτ Ντουποντέλ
Διάρκεια: 100΄
2006

Η Οντέτ Τουλεμόντ είναι μία απλή, καθημερινή, μεσήλικη γυναίκα. Δουλεύει ως πωλήτρια σε πολυκατάστημα και προσπαθεί να τα φέρει βόλτα με τα δυο ενήλικα παιδιά της. Είναι φύσει αισιόδοξη, τακτοποιεί το νοικοκυριό της τραγουδώντας και χορεύοντας. Και όταν η ζωή τη μελαγχολεί, βρίσκει καταφύγιο στα βιβλία του Μπαλταζάρ Μπαλσάν.

Ο Μπαλταζάρ Μπαλσάν είναι και αυτός μεσήλικας. Είναι όμως γοητευτικός και επιτυχημένος συγγραφέας. Τα χέρια του πιο πολύ κουράζονται από το να υπογράφουν αυτόγραφα, παρά από το να γράφουν. Όμως οι κριτικοί τον κατηγορούν. Τα βιβλία του δεν είναι λογοτεχνία αλλά μια εύπεπτη συρραφή κλισέ. Είναι βιβλία γυναικεία για τις γυναίκες που δε διαβάζουν.

Καταρρακωμένος (η γυναίκα του τον απατά με το χειρότερο πολέμιό του), ο Μπαλσάν θα ψάξει καταφύγιο στο σπίτι της Οντέτ που κάποτε του είχε στείλει ένα γράμμα θαυμασμού. Η Οντέτ με ανιδιοτέλεια θα τον φροντίσει και θα του διδάξει τις απλές χάρες της καθημερινότητας, ενώ η ίδια θα γίνει θύμα της ζήλιας των συναδέλφισσών της.

Ο καλός συγγραφέας Έρικ Εμάνουελ Σμιτ που γράφει το σενάριο και επίσης σκηνοθετεί την ταινία, προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα ηρωίδα τύπου Αμελί. Αποτυγχάνει όμως καθώς η δική του Οντέτ στερείται του λούστρου της αυθεντικής. Είναι μια πτωχή Αμελί των πτωχών.

Το όνομα της Odette Toulemonde θα μπορούσε να αποδοθεί ως Ωδή - Όλου - Του - Κόσμου. Όμως η περσόνα της Οντέτ αντί να εκφράσει, όπως θα ήθελε, τον κρυφό πλούτο και δύναμη των απλών ανθρώπων, καταλήγει μοιρολατρικά να αναπαράγει ακριβώς όλα εκείνα τα ηθικοπλαστικά κλισέ (η κουζίνα ως βασίλειο, «να απατά και λιγάκι ο άντρας», «και τα λίγα είναι καλά») που καθιστούν κάποιους σε «απλούς ανθρώπους».

Οι μεσημεριανές εκπομπές και τα βιβλία μιας χρήσης, ποτέ και σε κανέναν δεν επέτρεψαν, από το νεροχύτη να εκτιναχθεί στα άστρα.





Αξιολόγηση: * (1)

Δημήτρης Δρένος

δημοσιεύθηκε στον Εξώστη, 6/12/2007

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

ΤΖΕΙΝ ΕΥΡ (JANE EYRE)

Σκηνοθεσία: Κάρυ Φουκουνάγκα
Παίζουν: Μία Βασίκοβσκα, Μίκαελ Φασμπέντερ, Τζούντι Ντεντς, Τζέιμι Μπελ, Σάιμον Μακμπερνευ
Διάρκεια: 120’
2011


Η περίφημη ιστορία του ορφανού κοριτσιού που η αριστοκρατική οικογένεια της θείας του αποδιώχνει στο ορφανοτροφείο – αποθετήριο φθισικών σωμάτων και ψυχών για να τις σφίξουν οι κορσέδες της βικτωριανής ηθικής – το οποίο θα εγκαταλείψει ενηλικιώμενη, μορφωμένη και υποτελής, αναζητώντας την επιβίωση ως γκουβερνάντα σε πλούσιες οικογένειες, και όπου σε μία από αυτές ο καταραμένος έρωτας που θα νιώσει θα τεντώσει τα λουριά των ταξικών και έμφυλων ταυτοτήτων, δεν αποτελεί μόνο ένα αρχετυπικό μελόδραμα, μα το πλήρες, βαθύ, διαρκές δράμα που χάραζε τις μοίρες των ανθρώπων στη βιομηχανική, καπιταλιστική, σκληρότατη Αγγλία του 1847.

Αρμαθιές θεμάτων και μοτίβων συγκρούονται και παράγουν σπινθήρες στις περίπου 400 σελίδες του έργου της Σαρλότ Μπροντέ. Η βλασφημία της πρωτοπρόσωπης αφήγησης μιας γκουβερνάντας – του ανθού των «ευγενών φτωχών» που συνέλεγαν και απομυζούσαν οι αστοί για να γαλουχήσουν τα τέκνα τους. Το θεολογικό λεξιλόγιο του καλβινισμού που εμποτίζει τα λόγια των ηρώων και το οποίο μεταστρέφει η Τζέυν Έυρ για να αρθρώσει έναν πρώιμα σοσιαλιστικό και φεμινιστικό λόγο. Το αλά Ντίκενς ορφανοτροφείο και οι επιδημίες που ξεσκαρτάρουν τις μάζες των εργατών ή διδάσκουν την αρετή στη στέρηση. Η γυναίκα ως εύθραυστο και άσπιλο πλάσμα που ωστόσο οι πάντες γυρεύουν από αυτήν ένα διαρκές παρόν στην απουσία του σεξ. Ο άντρας που πάντα πέφτει από το άλογό του από την τάξη και τη θέση του και τότε μόνο γίνεται αντικείμενο του πόθου. Η διαλεκτική σύγκρουση του ρομαντικού φαντασιακού της εποχής με την κυνική υλική πραγματικότητα.

Στις σελίδες της Τζέυν Έυρ διαρκώς αποκαλύπτονται άβυσσοι. Όμως, επιμελώς, η πολλοστή αυτή κινηματογραφική της μεταφορά επιλέγει να τις αποφύγει. Ξεκινά στη μέση της ιστορίας και τα φλας μπακ της αποστασιοποιούν συναισθηματικά. Ο εραστής Ρότσεστερ δεν είναι αρκούντως σκοτεινός – στην καρδιά του δε χτυπά το διφορούμενο της αυτοκρατορίας και ποτέ δε θα διαβεί το όριο της ασχήμιας και της παραμόρφωσης. Η τρέλα στη σοφίτα, μετωνυμία των βικτωριανών απωθημένων, ποτέ δεν ουρλιάζει. Η φωτιά ποτέ δεν καίει πραγματικά.

Έτσι, αν και πρόκειται για μια καλογυρισμένη ταινία και άρτια παραγωγή, αποτυγχάνει να μεταφράσει στη λογική των εικόνων, τη λογική των λέξεων. Παίρνει τη ζοφερότητα και παραδίδει απλώς βροχερή μελαγχολία.





Αξιολόγηση: * * (2)

Δημήτρης Δρένος

δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 24/11/2011