Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Η ΔΟΥΚΙΣΣΑ (THE DUCHESS)


Σκηνοθεσία: Σαούλ Ντιμπ
Παίζουν: Κίρα Νάιτλι, Ραλφ Φινες, Σαρλότ Ράμπλινγκ, Ντομινίκ Κούπερ
Διάρκεια: 110’
2008


Αρχές του 19ου αιώνα στη Βρετανία.

Το 95% του πληθυσμού δεν έχει δικαίωμα ψήφου. Κυλιέται στις λάσπες, ζει στις παράγκες, προσπαθεί να συνηθίσει τα εργοστάσια που χτίζονται για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Συχνά άμαξες που κινούνται γρήγορα πετούν τις λάσπες στα μούτρα τους.

Από τις άμαξες που σταματούν μπροστά σε εξοχικές επαύλεις και πολυτελείς πύργους κατεβαίνουν οι celebrities της εποχής. Δούκες και δούκισσες, βαρώνοι και βαρωνέσσες, κόμητες και κόμισσες. Μπαίνουν στις φωτισμένες αίθουσες στηριζόμενοι στα μπαστούνια τους ή κρατώντας τους φραμπαλάδες των φορεμάτων. Τους σερβίρουν ποτά και αυτοί δεξιώνονται και ακκίζονται και παίζουν τυχερά παιχνίδια και ενίοτε μιλούν για πολιτική επιχειρηματολογώντας για την επέκταση ή μη της ψήφου.

Αργότερα τα κεριά χαμηλώνουν, οι καλεσμένοι αποχωρούν και ο δούκας του Ντέβονσάιρ αποσύρεται με τη γυναίκα του, την εκπλάγου καλλονής Τζωρτζίνα στα ιδιαίτερα δωμάτιά τους. Η ερωτική πράξη θα μοιάζει με βιασμό. Αυτό που θέλει ο δούκας είναι ένας αρσενικός διάδοχος – η δούκισσα απειθαρχεί και όλο γεννά κορίτσια.

Ο δούκας θα αρχίσει να έχει και άλλες ερωμένες. Μια από αυτές θα γίνει μόνιμη κάτοικος της αγροικίας τους. Το πρωί θα γευματίζουν και οι τρεις μαζί. Το βράδυ, οι υπηρέτες με τις λιβρέες θα αποχωρούν, και οι δυο θα βογγούν πίσω από τις βαριές, κλειστές πόρτες. Η δούκισσα θα βρει και αυτή εραστή, τον ανερχόμενο πολιτικό (και μέλλοντα πρωθυπουργό) Τσαρλς Γκρέυ. Θα γεννήσει τελικά διάδοχο για το σύζυγο – και μία νόθα κόρη για τον εραστή.

Οι αιώνες θα κυλήσουν και θα συμβούν πολλά. Στις μέρες μας το κοινό «νόμισμα» της πολιτικής είναι η ψήφος. Τότε ήταν οι απόγονοι: άρρενα τέκνα, πρωτότοκοι, μπάσταρδα. Τότε μόνο οι αριστοκράτες δικαιούνταν να ζουν ερωτικά δράματα, τώρα είναι προνόμια και ημών, των απλών ανθρώπων.

Θα μπορούσε να λέει πολλά η ταινία, διαλέγει όμως μόνο να τοιχογραφήσει ένα ερωτικό δράμα σαλονιών. Το επιτυγχάνει άριστα μα, κατά τη γνώμη μας, αυτό δεν είναι αρκετό.




Αξιολόγηση: * * (2)

Δημήτρης Δρένος

δημοσιεύθηκε στον Εξώστη, 29/1/2009

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ (DU LEVANDE)

Σκηνοθεσία: Ρόι Άντερσον
Παίζουν: Τζέσικα Λιούνμπεργκ, Ελίζαμπεθ Χελάντερ, Μπιορν Έγκλουντ, Λέιφ Λάρσον
Διάρκεια: 95’
2007



Όταν ο Μικρομέγας, ο ταξιδιώτης γίγαντας από το άστρο του Σειρίου, επισκέπτεται τη μικρή μας Γη - στο ομώνυμο βιβλίο του Βολταίρου - εντυπωσιάζεται από την ανθρώπινη μυρμηγκοφωλιά. Τα ζωύφια αυτά είναι ικανά για φιλοσοφία και για τέχνη, είναι ικανά για πόλεμο και για σφαγές.

Μικρομέγας είναι και ο κάθε σκηνοθέτης. Με την κάμερα ανατέμνει μυρμηγκοφωλιές και περιγράφει τις ζωές μας. Ο Άντερσον διαλέγει τη φωλιά μιας μεγάλης βορειοευρωπαϊκής πόλης. Μπορεί ενδεχομένως στα προάστια να φτιάχνονται κομψά έπιπλα ΙΚΕΑ ή ισχυροί κινητήρες Volvo, όμως στο κέντρο της οι άνθρωποι οι ταπεινοί αγκομαχούνε οι ραγισμένοι, σέρνοντας τον καθημερινό τους άχθο. Πίσω από τα παράθυρα, μέσα στα δωμάτια, έξω στους δρόμους η κάμερα του Άντερσον μας δείχνει τις ζωές τους, σα να κοιτάμε έντομα παγιδευμένα σε γυάλινο μπουκάλι. Είναι μίζερες, είναι γελοίες, είναι αστείες: με ανόητους καβγάδες, εγωισμούς πικρούς και άσκοπες μέριμνες.

«Εσείς οι ζωντανοί...». Ακούγεται σα κοροϊδία μα και τρυφερή παραίνεση: «…γιατί δε ζείτε;». Οι άνθρωποι δεν είναι κακοί. Ηττημένοι είναι. Παίζουν μουσική και το ζεστό ηχόχρωμα σκεπάζει τα ξεπλυμένα χρώματα των πλάνων. Και κάθε βράδυ εύχονται, «αύριο να είναι μια άλλη μέρα».

Υπό τους ήχους ενός τρυφερού πιτσικάτο εγχόρδων, ο Άντερσον σκηνοθετεί τα κωμικοτραγικά γεγονότα των ζωών και των διευθετήσεών μας. Μια ωραία ταινία, με δάκρυ και με γέλιο. Και με ένα εξαίσια υπαινικτικό φινάλε για όλους εμάς, τους γιγάντια μικρούς και τους μικρά γιγάντιους, με τα ξυλοπάπουτσα που μας πονούν, με τα ξυλοπόδαρα που μας ψηλώνουν…





Αξιολόγηση: * * * * (4)

Δρένος Δημήτρης

δημοσιεύθηκε στον Εξώστη, 18/10/2007

ΓΟΜΟΡΑ (GOMORRA)

Σκηνοθεσία: Ματέο Γκαρόνε
Παίζουν: Τόνι Σερβίλο, Τζανφελίτσε Ιμπαράτο, Μαρία Νατσιονάλε, Σαλβατόρε Αμπρουτζέζε
Διάρκεια: 135’
2008


Κάποτε δούλευε σε κρουαζιερόπλοια – τραγουδούσε στους δολαριοκτόνους γλυκερά τραγούδια. Έκανε κομπίνες, παντρεύτηκε μοντέλα. Αγόρασε ποδοσφαιρική ομάδα, αγόρασε τηλεοπτικά δίκτυα, εξαγόραζε θέσεις και αξιώματα. Κάποτε έγινε ακόμα και πρωθυπουργός. Και πρόσφατα, ξαναέγινε.

Τέτοιοι τύποι κυβερνούν τις χώρες μας. Για την ακρίβεια δεν κυβερνούν. Αυτό που κάνουν είναι να εξαλείφουν το διακύβευμα της πολιτικής που δεν είναι άλλο από τη διακυβέρνηση. Οι τύποι αυτοί διαλύουν και πουλάν ένα κράτος που κάποτε μεριμνούσε, που προσπαθούσε να βοηθήσει, που προσπαθούσε να διαπαιδαγωγήσει τους πολίτες του.

Οι τύποι αυτοί δημιουργούν ένα τεράστιο κενό. Η φύση το απεχθάνεται και έτσι το γεμίζουν οι πολυεθνικές εταιρείες και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τα διάφορα ινστιτούτα και οι διφορούμενοι μη κυβερνητικοί οργανισμοί. Όσο για την Ιταλία του Μπερλουσκόνι – και τόσων άλλων πιο πριν – το κενό γεμίζει η μαφία.

Οι νεοφιλελεύθεροι δεν πληρώνουν συντάξεις, κόβουν την ασφάλιση, καταργούν ό,τι κατέκτησαν οι εργαζόμενοι. Και τότε έρχεται η Μαφία να ιδρύσει το δικό της αντίστροφο κράτος. Οι λογιστές της καταβάλουν μηνιάτικο στους φτωχούς των εργατικών συνοικιών (κάνοντάς τους υποτελείς). Τα πρωτοπαλίκαρά της στρατολογούν τους άνεργους νέους και τους προσφέρουν εργασία (στο εμπόριο των ναρκωτικών). Οι πολιτικοί μηχανικοί της χτίζουν σπίτια (ενώ παραδίπλα θάβουν τοξικά απόβλητα). Οι ηγέτες της ασκούν την πραγματική πολιτική.

Που δεν είναι άλλη από το να ρυθμίζουν κάθε πτυχή του βίου των ανθρώπων. Τα πάντα είναι μαφία. Η ταινία αφηγείται 5 καθημερινές – σε τέτοιους τόπους – ιστορίες, όπου η ακραία βία γίνεται ο,τι πιο φυσικό. Και πώς να μη γίνεται όταν μαφία είναι ο μανάβης, ο λογιστής, ο αρχιτέκτονας της διπλανής πόρτας.

Η ανομία της επίσημης πολιτικής δημιουργεί κοινωνικές μαύρες τρύπες. Τα όρια τους όλο και διευρύνονται. Ο συγγραφέας του βιβλίου στο οποίο βασίζεται η – ρεαλιστική και απέριττη ως ντοκιμαντέρ – ταινία έχει ήδη φυγαδευθεί στο εξωτερικό. Η μαφία ορκίστηκε το θάνατό του ως τα Χριστούγεννα που μας έρχονται.





Αξιολόγηση: * * * * (4)

Δημήτρης Δρένος

δημοσιεύθηκε στον Εξώστη, 6/11/2008