Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

ΛΙΓΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ MELANCHOLIA ΤΟΥ ΛΑΡΣ ΦΟΝ ΤΡΙΕΡ

Εμείς οι άνθρωποι σκαρφαλώνουμε στα βουνά της ύπαρξης και στις οροσειρές του σύμπαντος Κόσμου, Κόσμου που εκτείνεται στα πιο μακρινά νεφελώματα και γαλαξίες έως τις πιο ταπεινές μυρμηγκοφωλιές στο χώμα που πατούμε, με τη βοήθεια των λέξεων και των προτάσεων που σκαρώνουμε και καρφώνουμε σαν τα καρφάκια των ορειβατών, ελπίζοντας πως ο βράχος θα αποδειχθεί στέρεος, δε θα διαλυθεί παρασύροντας εμάς και το νόημα σε αβυσσαλέα βάθη.

Και όμως πάντα το βάθος μας ελκύει, από τον αντίστροφο ίλιγγό του έλκουμε την καταγωγή μας. Στην παράξενη φιλοσοφία του Σέλλινγκ, το τίναγμα ενός σκοτεινού βυθού μας εξακοντίζει στην ύπαρξη ως ατομικότητες – ως πλανήτες σε μακρινές τροχιές, που ψυχόμαστε, πράττουμε το κακό ως επιβεβαίωση της ελεύθερης ατομικότητάς μας και πάντα νοσταλγούμε, νοσταλγούμε εμείς οι πλάνητες, την επιστροφή, αχ αυτή την Επιστροφή, σε μια αρχέγονη ενότητα, έναν ήλιο πυρακτωμένο, σε μια θέρμη όπου θα αφεθούμε και θα εκλείψουμε.

Οι ρίζες του φυτού ανασαλεύουν στο βυθό του βάζου δίπλα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, στο πρελούδιο της τραγωδίας του «Αντίχριστου», ενώ οι γερμανοί ρομαντικοί μιλούν για την ουτοπία της μελαγχολίας: πλησμονή για το ανέφικτο.

Κοσμογονίες
: ένας θεολογικός λόγος που θέτει τη Φύση ως «εκκλησία του σατανά» και την εντοπίζει στη γυναίκα, τα έμμηνα και τις σκοτεινές παραφορές της. Και ένας ψυχαναλυτικός λόγος που θέλει να θεραπεύσει την καταστατική της έλλειψη.

Ο άνθρωπος είναι δευτεροφυσικός – με δεύτερη φύση του τον πολιτισμό. Όμως η τελετή του γάμου στο πρώτο μέρος της «Μελαγχολίας» αποτυγχάνει. Αποτυγχάνει η διαπραγμάτευση της πρώτης φύσης μας – αποτυγχάνει η συμβολική διαιώνιση του είδους.

Και άρχεται η κατακρήμνιση του Κόσμου: ένας κήπος, ένα γήπεδο γκολφ, μια Εδέμ των αστών, το αντίστροφο θέατρο της βιαιότητας του «Αντίχριστου», ένα θεωρείο για την ενατένιση του τέλους του ανθρώπινου κόσμου, όπου δυο γυναίκες και ένα παιδί, με λίγα κλαδάκια και ένα συρματάκι, αρθρώνουν την τελευταία συμβολική κατασκευή του είδους, αναμένοντας τη σύγκρουση με τη Μελαγχολία, που μπορεί να είναι ένα ουράνιο σώμα αυτού του ανείπωτου και ανεξιχνίαστου σύμπαντος ή οι βαρυτικές δυνάμεις της ίδιας της ψυχής αυτού του ανείπωτου και ανεξιχνίαστου όντος, που το λέμε άνθρωπο.


Δρένος Δημήτρης
δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 22/9/2011

Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ (L' EXERCISE DE L' ETAT)


Σκηνοθεσία: Πιερ Σολέρ
Παίζουν: Ολιβιέρ Γκουρμέ, Μισέλ Μπλανκ, Ζαμπού Μπράιτμαν, Συλβαίν Ντεμπλέ, Ντομινίκ Βεσνέρ, Άρλυ Χοβέρ
Διάρκεια: 115’
2011



Πλαγίως μας εισάγει η ταινία στο σύμπαν της πολιτικής – η πρώτη σκηνή είναι σκηνή ονείρου, μεστού προς ψυχανάλυση. Στους βαρύτιμους χώρους δωματίου που λίγο μετά θα μάθουμε πως είναι το υπουργικό γραφείο, εξελίσσεται μυστηριακά, μετουσιωμένη ερωτική σκηνή. Γύρω στέκουν προσωπιδοφόροι άντρες, θυμίζοντας υπόγειες ελίτ της μασονίας σε τελετές μύησης και ισχύος, ενώ μια γυναίκα γυμνή και καλλονή ποζάρει το φύλο της σε ένα ερπετό. Και ύστερα έρπεται κοντά του, εισχωρεί εκούσια στο γιγαντιαίο στόμα του.

Ποιο είναι το αντικείμενο του πόθου; Και είναι αυτή η φαλλική γοητεία της εξουσίας; Άραγε είναι το σκωπτικό παιχνίδι της γλώσσας που υπονοεί τα κροκοδείλια δάκρυα; Τι συμβαίνει στον ύπνο αυτού που έχει εξουσία; Ίσως εκεί, ασύνειδα, υφαίνεται η μοίρα υμών των υπολοίπων.

Ο πολιτικός ξυπνά απότομα και η πολιτική αρχίζει. Είναι μια νύχτα δακρύων και χιονιού. Σε μια χαράδρα ανατράπηκε λεωφορείο με παιδιά και αυτός ως υπουργός μεταφορών οφείλει να βρεθεί εκεί ώστε να κατευνάσει, να διερευνήσει, να διακηρύξει. 

Τις επόμενες μέρες και νύχτες η κάμερα θα τον ακολουθεί στενά, να συμβουλεύεται τους συνεργάτες, να συνδιαλέγεται με εχθρούς και φίλους, να βγάζει λόγους, να συναρθρώνει συμφέροντα αντιπαλευόμενων ομάδων.

Θα παρακολουθούμε τον πολιτικό στις πιο δημόσιες και τις πιο μύχιες στιγμές του, στο προεδρικό μέγαρο ή στην τουαλέτα, μα ούτε στιγμή δε θα δούμε την πολιτική, με την έννοια που παραδοσιακά την έχουμε συνδέσει: την οραματική.

Εδώ, μιλάμε για διαχείριση. Κάθε φράση που ξεστομίζει ο υπουργός σταθμίζεται δημοσκοπικά. Στόχος κάθε υπουργείου δεν είναι παρά να ανακτήσει τη δημοτικότητα που έχασε κάποιο άλλο. Και ο πολιτικός μας – που εργάζεται σκληρά – δεν παράγει πολιτική. Απλώς ενορχηστρώνει. Διαλέγει ατάκες, διαλέγει εκθέσεις, διαλέγει συμμάχους, διαλέγει τη δόξα. Την πολιτική όμως ποιός την παράγει;

Η οικονομία η αυτονομημένη. Ένα γιγαντιαίο ερπετό έρπεται τρομακτικά και ακόρεστο. Τη βδομάδα που εξελίσσεται το έργο, βορά είναι οι σιδηροδρομικοί σταθμοί. Ο υπουργός αρχικά ανθίσταται στην ιδιωτικοποίησή τους – δεν έχει καταγωγή από τζάκι, δείχνει να μπορεί να αφουγκραστεί την σκληρότητα της ζωής εκεί έξω – και έπειτα συνομολογεί. Γιατί είναι πλέον ο πολιτικός, αυτός που παράγεται από την οικονομία.

Η πλοκή της ταινίας αρθρώνεται γύρω από δυο αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Ένα λεωφορείο. Ένα υπουργικό αυτοκίνητο. Έξοχες μεταφορές για έναν Υπουργό Μεταφορών, για την ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών, για το κεφάλαιο το ίδιο, που δίχως εμπόδια και περιορισμούς, κινείται σε όλους τους δρόμους, με όλους τους τρόπους, όλο και πιο γρήγορα και καταστροφικά.

Σε διάφορες στιγμές της ταινίας ηχούν οι καμπάνες. Χτυπούν δοξαστικά – να! δείτε! εδώ συμβαίνει η πολιτική, καθορίζεται η μοίρα του έθνους! Ηχούν πένθιμα – μη βλέπετε, εδώ επισυμβαίνει το τέλος της πολιτικής...

Καμπάνες και κύμβαλα κρούουν, και το όνειρο με τους προσωπιδοφόρους επανέρχεται πεισματικά. Η «άσκηση του κράτους» εκτελείται σχεδόν ιερατικά. Έξω από τα κτίρια, βοηθοί βρεγμένοι ως το κόκαλο στέκουν στη βροχή με ομπρέλες για να καλύψουν τους υπουργούς. Και αυτοί κινούν με τις κουστωδίες τους, σαν άλλοι φεουδάρχες με τα λάβαρα, να συναντήσουνε τον Πρόεδρο το Μέγα. Που κάθεται στο δερμάτινό του θρόνο και ως θεός θα τους διατάξει, μεταθέσει, νουθετήσει, απειλήσει, θα παραδώσει τις Γραφές του και ύστερα με ένα νεύμα του θα τους απολύσει. 

Η ταινία είναι βαμμένη με τα πικρά χρώματα του δειλινού της πολιτικής. Ούτε στιγμή δεν μπορούμε να καταλάβουμε αν παρακολουθούμε τους υπουργούς μιας συντηρητικής ή μιας σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Στα θεολογικοποιημένα μας πολιτικά συστήματα, όπου κάθε τι μαθαίνουμε να το δεχόμαστε ως «φυσικό» και άρα «θεϊκό», τα πάλαι ποτέ σκληρά όρια της ιδεολογίας εξαχνώνονται. 

Η ταινία φέρει ευφυέστατη και πλούσια σημειολογία. Και τεχνηέντως χτίζει μια απουσία η οποία βοεί ως παρουσία. Μαζί με την ιδεολογία απουσιάζει σχεδόν και κάθε εικόνα των πολιτών, με εξαίρεση τα αποσπασματικά πλάνα από ταραχές στην Αθήνα ή από απεργούς που χάνουν τη δουλειά τους κάπου στη Γαλλία. 

Προφητεία και όνειρο, πως η νύχτα που ακολουθεί το δειλινό αυτό, ενδέχεται να είναι φωτεινή, από φωτιές στους δρόμους.




Αξιολόγηση: * * * * *  (5)

Δημήτρης Δρένος

δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 31/5/2012

Τρίτη 26 Μαΐου 2015

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ


Βρωμιάρης και αυθάδης, με ένα στάχυ στα χείλη και χαμόγελο περιπαιχτικό, άλλοτε στους δρόμους ξαπλώνει και άλλοτε στις αποθήκες για να κοιμηθεί του κοσμάκη. Και ο κοσμάκης με αηδία τον διώχνει κάθε πρωί, αυτόν τον βρωμερό, τον ψειριάρη, τον γιο του μπεκρή. «Σταθείτε μακριά» φωνάζουν στα παιδιά τους οι ήσυχοι Αμερικανοί, όταν περνά αυτός ο αλήτης, αυτό το κακό το παράδειγμα με το παντελονάκι το τρύπιο. Και νιώθει λύπη και πείνα ο-μικρός-με-τη-μεγάλη-καρδιά, μέχρι που στην αγκαλιά του τον παίρνει ο Μαρκ Τουαίην, τον αγαπά και τον βαφτίζει «Χάκλμπερυ Φιν».

Και ένα άλλο γνωστό μας παιδί κοιμάται στους δρόμους, αυτούς του Λονδίνου, και από όπου περνά αποστρέφουν το βλέμμα τους οι ήσυχοι Άγγλοι. «Ζητιάνε», «Κλέφτη» του φωνάζουν του μικρού και άπλυτου επαίτη. Και σφίγγουν τα πορτοφόλια ή κλείνουν τις μύτες, βρωμάει και αυτός, έτσι μυρίζουν οι τρώγλες. Μα δε νοιάζεται ο Κάρολος Ντίκενς. Τον σηκώνει από χάμω, τον αγαπά και τον βαφτίζει «Όλιβερ Τουίστ».

Και δείτε αυτή την πουτάνα που σουλατσέρνει στα σοκάκια του Παρισιού. Αυτή είναι βρωμιάρα από μέσα, μιαρή, και τι αρρώστιες άραγε κουβαλά; Προσοχή, μη μας γεμίσει όλους! Κοιτούν την ομορφιά της που φθίνει οι κομψοί Παριζιάνοι, πασπατεύουν, χορταίνουν και ύστερα φτύνουν. Κουρελιασμένη, πεταμένη από τη φάμπρικα, την βρίσκει ο Βίκτωρ Ουγκώ, την σκουπίζει, την ντύνει, την βαφτίζει Φαντίνα και της δίνει σπίτι στου «Άθλιους».  

Με τους άθλιους αυτούς τόλμησε και έζησε ο Τζακ Λόντον. Στα φτωχοκομεία και στους δυσώδεις δρόμους του Ανατολικού Λονδίνου. Και το 1903 έγραψε για αυτούς τους «Ανθρώπους της Αβύσσου».

Δε γράφουν για τέτοια οι σημερινοί συγγραφείς μας. Ή μάλλον, το κάνουν, από την ανάποδη. Στην Καθημερινή και στο Βήμα, στο Πρόταγκον και τη Λάιφο, θρηνούν για τις πόλεις που βρωμίζουν και χαλούν την αγοραστική μας διάθεση, για τα καλώδια από χαλκό που κλέβουν και επιβαρύνουν το χρέος, συστήνουν γκέτο μοντέρνα και έπειτα ρουφούν τον εσπρέσο. 

Και εμείς; Γελούμε με τον «Χάκλμπερυ Φιν», δακρύζουμε με τον «Όλιβερ Τουίστ». Και ύστερα κλείνουμε το βιβλίο και βρίζουμε το παιδί που καθαρίζει στα φανάρια το τζάμι, το μικρό που ζητάει να φάει, το ξυπόλυτο εκείνο που παίζει στην πόρτα μας.

Τη νύχτα όλοι κοιμόμαστε ήσυχοι. Κλειδωμένες οι πόρτες και τα βιβλία στα ράφια, εγγυήσεις συνείδησης άσπιλης.

Μα όταν όλοι αυτοί βγουν από την άβυσσο, γιατί να λυπηθούν όσους ποτέ δεν τούς νοιάστηκαν;
 



Δημήτρης Δρένος

δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, στη στήλη "Β' Εξώστης", 14/11/2013

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

ΤΑ ΜΥΘΙΚΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ (BEASTS OF THE SOUTHERN WILD)

Σκηνοθεσία: Μπεν Ζάιτλιν
Παίζουν: Κιουβενζανί Γουάλις, Ντουάιτ Χένρι, Λέβυ Ίστερλι, Τζίνα Μοντάνα

Διάρκεια: 93’
2012


Προτού να πέσει το δειλινό τελείως, χρυσοποίκιλτα βάφονται τα πράγματα του κόσμου ετούτου. Το χώμα που πατούμε ζωντανεύει, καθώς σαλεύουνε χιλιάδες ζούδια, και ο άνεμος παίρνει φωνή απ΄ τα στριγκά βιολιά που παίζουν. Καβούρια και όστρακα σωρεύονται στα δοξαστικά τραπέζια, ξεβράκωτα μωρά γιορτάζουνε τη λάσπη. Το κοριτσάκι μας, γλυκό, ξετρελαμένο, σκύβει και αφουγκράζεται δέντρα και σκύλους. Γιατί για τα παιδιά, όλα έχουν λαλιά στο ανιμιστικό βασίλειό τους και έχει μεγάλη θαλπωρή η πυρά του σύμπαντος.

Και ύστερα πέφτει η νύχτα και μαζί πέφτει βροχή μεγάλη, που δεν αδειάζει με κουβάδες. Και κάπου μακριά – κρακ – σπάνε τα παγόβουνα, θερμαίνονται και λιώνουν, απελευθερώνουν προϊστορικά τέρατα και χρόνους. 

Το ξημέρωμα αμφισβητεί τις επί της γης Εδέμ, εκεί στα ακροτελεύτια σύνορα του κόσμου μας και της δικής μας εποχής. «Κρέας» λέει η δασκάλα τους, «είναι όλη η Ζωή», τρώει και τρώγεται και αναμειγνύεται σε άπειρες μεταμορφώσεις. Από το νερό ξεπρόβαλε και στο νερό είναι που πνίγεται, δεν έχει Μάγειρα αυτή του σύμπαντος η σούπα.



…σκορπίζω λέξεις στο χαρτί, όπως καταλάβατε αγαπητοί μου αναγνώστες. Δε βρίσκω τρόπο άλλο να περιγραφεί αυτή η ιδιοσυγκρασιακή ταινία. Είναι ακατάτακτα πανέμορφη και καλειδοσκοπική. Τη στρέφεις λίγο και γίνεται μουλιασμένη αποκάλυψη, τη στρέφεις και άλλο και εμφανίζεται μια αλληγορία ενηλικίωσης. Την ταρακουνάς και γίνεται λεξικό κατανοητό, με χρώματα και ήχους, για έννοιες δύσκολες όπως «βιταλισμός» και «βαθιά οικολογία». Την κοιτάς από μακριά και αποτελεί αφήγηση, ηρωική και πένθιμη, για τις εφαρμοσμένες ουτοπίες. 




Ή τέλος, την αφουγκράζεσαι σαν το κοριτσάκι που πρωταγωνιστεί, και ακούς γέλια, γέλια πολλά, για το μεγάλο ανέκδοτο εκείνο που λέει για κάτι δισεκατομμύρια χούφτες από ανθρώπους που κάποτε για δυο στιγμές φυτρώσανε σε μια χαραμάδα των γεωλογικών περιόδων και καυχηθήκανε, οι άμοιροι, πως αυτοί, και μόνο αυτοί, είναι ο Κόσμος.      






Αξιολόγηση: * * * *  (4)

Δημήτρης Δρένος

δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 28/2/2013

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

ΔΩΜΑΤΙΟ ΣΤΗ ΡΩΜΗ (HABITACION EN ROMA)

Σκηνοθεσία: Τζούλιο Μεντέμ
Παίζουν: Έλενα Ανάγια, Νατάσα Γιαροβένκο, Ενρίκο Λο Βέρσο
Διάρκεια: 109’
2010



Την πρώτη νύχτα του καλοκαιριού, μια ζεστή νύχτα, δυο νεαρές γυναίκες, μια ισπανίδα και μια ρωσίδα που βρέθηκαν για διαφορετικούς λόγους στη Ρώμη, θα γνωριστούν πίνοντας κρασί. Εμείς οι θεατές θα τις γνωρίσουμε λίγο αργότερα, όταν μπροστά στο ξενοδοχείο της πρώτης η δεύτερη, αφού αμφιταλαντευθεί, θα αποδεχθεί την πρόσκληση και θα ανέβει πάνω, στο δωμάτιο, για μια νύχτα ερωτικού σμιξίματος.

Για τη γαλλίδα θεωρητικό Luce Irigaray, η γυναίκα διατελεί εσαεί εξόριστη από τον κόσμο της σκέψης, της γλώσσας, της πρακτικής. Είναι πάντα καταδικασμένη να μιλά με λέξεις ανδρικής επινόησης που κατασκευάστηκαν σε φιλοσοφικά και μυθολογικά συστήματα όπου πάντα το αντρικό στοιχείο κυριαρχεί ενώ το γυναικείο εξοβελίζεται στη σκιά, υποδεέστερο, ελπίζοντας να φωτιστεί από τον αυτόφωτο άντρα. Αντιπροτείνει η Irigaray ένα γνήσιο γυναικείο λόγο – όπου οι γυναίκες θα μιλήσουν για τις γυναίκες – και που θα φέρει στο προσκήνιο ό,τι καταπιεσμένο και αποδιωγμένο γυναικείο βρίσκεται στα θεμέλια της κουλτούρας μας. Ας προσεγγίσουμε την ταινία υπό αυτό το πρίσμα.

Οι γυναίκες θα γδυθούν μέσα σε ένα δωμάτιο βαρύτιμου διάκοσμου, πλαισιωμένο με πίνακες τέχνης. Τον πρώτο κύκλο σωματικής επαφής θα διαδεχθούν οι αφηγήσεις τους για το παρελθόν τους. Παραλλαγές, φαντασίες, εκδοχές. Δεν εμπιστεύονται ακόμα η μια την άλλη.

Η γυναίκες βρίσκονται σε αντιπαλότητα μεταξύ τους. Στην κλασσική ψυχανάλυση δεσπόζει ο μύθος του Οιδίποδα και η γυναίκα ως κακέκτυπο του άντρα πασχίζει να του μοιάσει, ενώ φθονεί και εχθρεύεται τις ομόφυλές της.

Οι εραστές των αφηγήσεών τους θα είναι εξουσιαστικές πατριαρχικές φιγούρες: ένας σεΐχης, ένας μαφιόζος, ένας καθηγητές πανεπιστημίου. Στην παραδεδομένη πολιτική οικονομία της επιθυμίας, η γυναίκα είναι ένα φετιχοποιημένο εμπόρευμα, το νόμισμα που ανταλλάσσουν οι άντρες διεκπεραιώνοντας τις υποθέσεις τους.

Θα συμφωνήσουν πως απόψε δε χρειάζονται φαλλό ή κάτι που να του μοιάζει. Το γυναικείο σώμα είναι προικισμένο με πολλά ζευγάρια χειλιών. Η σεξουαλικότητά του είναι κατ’ εξοχήν πληθυντική. Τα χείλη αρθρώνουν λόγο και αρθρώνουν επιθυμία – και ταυτόχρονα στέκουν πάντα μισάνοιχτα, ξένα προς τις διχοτομήσεις και την αντιπαράθεση.

Στη λακανική ψυχανάλυση η σωματική ταυτοποίηση του υποκειμένου συμβαίνει μπροστά στον καθρέφτη και εκεί επινοεί το ιδεώδες εγώ του. Η Irigaray αντί του επίπεδου καθρέφτη προτείνει έναν κυρτό, στον οποίο η γυναικεία ανατομία δε θα προδίδεται ως έλλειψη και κενό αλλά θα αναδεικνύεται σε όλη της την καμπυλότητα. Αυτό αποπειράται η σκηνοθεσία της ταινίας ακολουθώντας τα σώματα των ηρωίδων στις επάλληλες επαφές τους σε μια ποιητική του ρευστού.

Κυλά η νύχτα και έρχεται η ώρα του μύθου. Κοιτώντας τους πίνακες του δωματίου που γεφυρώνουν εικοσιπέντε αιώνες και εποχές τέχνης, οι δυο γυναίκες υποχωρούν από το σχήμα της γυναίκας ως αυτής που λατρεύει το γιο και το νόμιμο σύζυγο, προς τη γυναίκα που οι πάντες έχουν υπάρξει κάποτε παιδιά της στο συνεκτικό αξίωμα της ανθρωπότητας, τη γονιμότητα. Αντί του πρωταρχικού «φόνου του πατέρα» στην πρωτόγονη ορδή που εγκαινιάζει τον πολιτισμό κατά Φρόυντ, η Irigaray αντιπροτείνει το «φόνο της μητέρας» από το γιο, που ενσαρκώνει η Κλυταιμνήστρα.

Το πρωί ξημερώνει. Το φως δεν είναι πάντα τόσο ευγενικό, οι δυο γυναίκες δε μοιάζουν πλέον μυθικές αλλά σάρκινοι άνθρωποι, με μικρές ατέλειες και μεγάλες επιθυμίες. Το τέλος θα απομείνει ανοιχτό.

Κάποιες στιγμές η ταινία ξενίζει. Έρχεται η σκέψη πως απλώς πρόκειται για ένα επί τούτου τολμηρό εγχείρημα, από άντρα σκηνοθέτη, που θέλει να σοκάρει και να πουλήσει μπόλικο γυμνό. Όμως από την άλλη, εάν επρόκειτο για την κλασσική ιστορία ενός άντρα και μιας γυναίκας, ολόγυμνων, μια μοιραία νύχτα σε μια όμορφη πρωτεύουσα, θα λέγαμε για την όμορφη σκηνοθεσία και ατμόσφαιρα.

Ίσως τελικά η Irigaray να έχει δίκιο…




Αξιολόγηση: * * * (3)

Δημήτρης Δρένος

δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 1/3/2012