Σκηνοθεσία: Τζούλιο Μεντέμ
Παίζουν: Έλενα Ανάγια, Νατάσα Γιαροβένκο, Ενρίκο Λο Βέρσο
Διάρκεια: 109’
2010
Την πρώτη νύχτα του καλοκαιριού, μια ζεστή νύχτα, δυο νεαρές γυναίκες, μια ισπανίδα και μια ρωσίδα που βρέθηκαν για διαφορετικούς λόγους στη Ρώμη, θα γνωριστούν πίνοντας κρασί. Εμείς οι θεατές θα τις γνωρίσουμε λίγο αργότερα, όταν μπροστά στο ξενοδοχείο της πρώτης η δεύτερη, αφού αμφιταλαντευθεί, θα αποδεχθεί την πρόσκληση και θα ανέβει πάνω, στο δωμάτιο, για μια νύχτα ερωτικού σμιξίματος.
Για τη γαλλίδα θεωρητικό Luce Irigaray, η γυναίκα διατελεί εσαεί εξόριστη από τον κόσμο της σκέψης, της γλώσσας, της πρακτικής. Είναι πάντα καταδικασμένη να μιλά με λέξεις ανδρικής επινόησης που κατασκευάστηκαν σε φιλοσοφικά και μυθολογικά συστήματα όπου πάντα το αντρικό στοιχείο κυριαρχεί ενώ το γυναικείο εξοβελίζεται στη σκιά, υποδεέστερο, ελπίζοντας να φωτιστεί από τον αυτόφωτο άντρα. Αντιπροτείνει η Irigaray ένα γνήσιο γυναικείο λόγο – όπου οι γυναίκες θα μιλήσουν για τις γυναίκες – και που θα φέρει στο προσκήνιο ό,τι καταπιεσμένο και αποδιωγμένο γυναικείο βρίσκεται στα θεμέλια της κουλτούρας μας. Ας προσεγγίσουμε την ταινία υπό αυτό το πρίσμα.
Οι γυναίκες θα γδυθούν μέσα σε ένα δωμάτιο βαρύτιμου διάκοσμου, πλαισιωμένο με πίνακες τέχνης. Τον πρώτο κύκλο σωματικής επαφής θα διαδεχθούν οι αφηγήσεις τους για το παρελθόν τους. Παραλλαγές, φαντασίες, εκδοχές. Δεν εμπιστεύονται ακόμα η μια την άλλη.
Η γυναίκες βρίσκονται σε αντιπαλότητα μεταξύ τους. Στην κλασσική ψυχανάλυση δεσπόζει ο μύθος του Οιδίποδα και η γυναίκα ως κακέκτυπο του άντρα πασχίζει να του μοιάσει, ενώ φθονεί και εχθρεύεται τις ομόφυλές της.
Οι εραστές των αφηγήσεών τους θα είναι εξουσιαστικές πατριαρχικές φιγούρες: ένας σεΐχης, ένας μαφιόζος, ένας καθηγητές πανεπιστημίου. Στην παραδεδομένη πολιτική οικονομία της επιθυμίας, η γυναίκα είναι ένα φετιχοποιημένο εμπόρευμα, το νόμισμα που ανταλλάσσουν οι άντρες διεκπεραιώνοντας τις υποθέσεις τους.
Θα συμφωνήσουν πως απόψε δε χρειάζονται φαλλό ή κάτι που να του μοιάζει. Το γυναικείο σώμα είναι προικισμένο με πολλά ζευγάρια χειλιών. Η σεξουαλικότητά του είναι κατ’ εξοχήν πληθυντική. Τα χείλη αρθρώνουν λόγο και αρθρώνουν επιθυμία – και ταυτόχρονα στέκουν πάντα μισάνοιχτα, ξένα προς τις διχοτομήσεις και την αντιπαράθεση.
Στη λακανική ψυχανάλυση η σωματική ταυτοποίηση του υποκειμένου συμβαίνει μπροστά στον καθρέφτη και εκεί επινοεί το ιδεώδες εγώ του. Η Irigaray αντί του επίπεδου καθρέφτη προτείνει έναν κυρτό, στον οποίο η γυναικεία ανατομία δε θα προδίδεται ως έλλειψη και κενό αλλά θα αναδεικνύεται σε όλη της την καμπυλότητα. Αυτό αποπειράται η σκηνοθεσία της ταινίας ακολουθώντας τα σώματα των ηρωίδων στις επάλληλες επαφές τους σε μια ποιητική του ρευστού.
Κυλά η νύχτα και έρχεται η ώρα του μύθου. Κοιτώντας τους πίνακες του δωματίου που γεφυρώνουν εικοσιπέντε αιώνες και εποχές τέχνης, οι δυο γυναίκες υποχωρούν από το σχήμα της γυναίκας ως αυτής που λατρεύει το γιο και το νόμιμο σύζυγο, προς τη γυναίκα που οι πάντες έχουν υπάρξει κάποτε παιδιά της στο συνεκτικό αξίωμα της ανθρωπότητας, τη γονιμότητα. Αντί του πρωταρχικού «φόνου του πατέρα» στην πρωτόγονη ορδή που εγκαινιάζει τον πολιτισμό κατά Φρόυντ, η Irigaray αντιπροτείνει το «φόνο της μητέρας» από το γιο, που ενσαρκώνει η Κλυταιμνήστρα.
Το πρωί ξημερώνει. Το φως δεν είναι πάντα τόσο ευγενικό, οι δυο γυναίκες δε μοιάζουν πλέον μυθικές αλλά σάρκινοι άνθρωποι, με μικρές ατέλειες και μεγάλες επιθυμίες. Το τέλος θα απομείνει ανοιχτό.
Κάποιες στιγμές η ταινία ξενίζει. Έρχεται η σκέψη πως απλώς πρόκειται για ένα επί τούτου τολμηρό εγχείρημα, από άντρα σκηνοθέτη, που θέλει να σοκάρει και να πουλήσει μπόλικο γυμνό. Όμως από την άλλη, εάν επρόκειτο για την κλασσική ιστορία ενός άντρα και μιας γυναίκας, ολόγυμνων, μια μοιραία νύχτα σε μια όμορφη πρωτεύουσα, θα λέγαμε για την όμορφη σκηνοθεσία και ατμόσφαιρα.
Για τη γαλλίδα θεωρητικό Luce Irigaray, η γυναίκα διατελεί εσαεί εξόριστη από τον κόσμο της σκέψης, της γλώσσας, της πρακτικής. Είναι πάντα καταδικασμένη να μιλά με λέξεις ανδρικής επινόησης που κατασκευάστηκαν σε φιλοσοφικά και μυθολογικά συστήματα όπου πάντα το αντρικό στοιχείο κυριαρχεί ενώ το γυναικείο εξοβελίζεται στη σκιά, υποδεέστερο, ελπίζοντας να φωτιστεί από τον αυτόφωτο άντρα. Αντιπροτείνει η Irigaray ένα γνήσιο γυναικείο λόγο – όπου οι γυναίκες θα μιλήσουν για τις γυναίκες – και που θα φέρει στο προσκήνιο ό,τι καταπιεσμένο και αποδιωγμένο γυναικείο βρίσκεται στα θεμέλια της κουλτούρας μας. Ας προσεγγίσουμε την ταινία υπό αυτό το πρίσμα.
Οι γυναίκες θα γδυθούν μέσα σε ένα δωμάτιο βαρύτιμου διάκοσμου, πλαισιωμένο με πίνακες τέχνης. Τον πρώτο κύκλο σωματικής επαφής θα διαδεχθούν οι αφηγήσεις τους για το παρελθόν τους. Παραλλαγές, φαντασίες, εκδοχές. Δεν εμπιστεύονται ακόμα η μια την άλλη.
Η γυναίκες βρίσκονται σε αντιπαλότητα μεταξύ τους. Στην κλασσική ψυχανάλυση δεσπόζει ο μύθος του Οιδίποδα και η γυναίκα ως κακέκτυπο του άντρα πασχίζει να του μοιάσει, ενώ φθονεί και εχθρεύεται τις ομόφυλές της.
Οι εραστές των αφηγήσεών τους θα είναι εξουσιαστικές πατριαρχικές φιγούρες: ένας σεΐχης, ένας μαφιόζος, ένας καθηγητές πανεπιστημίου. Στην παραδεδομένη πολιτική οικονομία της επιθυμίας, η γυναίκα είναι ένα φετιχοποιημένο εμπόρευμα, το νόμισμα που ανταλλάσσουν οι άντρες διεκπεραιώνοντας τις υποθέσεις τους.
Θα συμφωνήσουν πως απόψε δε χρειάζονται φαλλό ή κάτι που να του μοιάζει. Το γυναικείο σώμα είναι προικισμένο με πολλά ζευγάρια χειλιών. Η σεξουαλικότητά του είναι κατ’ εξοχήν πληθυντική. Τα χείλη αρθρώνουν λόγο και αρθρώνουν επιθυμία – και ταυτόχρονα στέκουν πάντα μισάνοιχτα, ξένα προς τις διχοτομήσεις και την αντιπαράθεση.
Στη λακανική ψυχανάλυση η σωματική ταυτοποίηση του υποκειμένου συμβαίνει μπροστά στον καθρέφτη και εκεί επινοεί το ιδεώδες εγώ του. Η Irigaray αντί του επίπεδου καθρέφτη προτείνει έναν κυρτό, στον οποίο η γυναικεία ανατομία δε θα προδίδεται ως έλλειψη και κενό αλλά θα αναδεικνύεται σε όλη της την καμπυλότητα. Αυτό αποπειράται η σκηνοθεσία της ταινίας ακολουθώντας τα σώματα των ηρωίδων στις επάλληλες επαφές τους σε μια ποιητική του ρευστού.
Κυλά η νύχτα και έρχεται η ώρα του μύθου. Κοιτώντας τους πίνακες του δωματίου που γεφυρώνουν εικοσιπέντε αιώνες και εποχές τέχνης, οι δυο γυναίκες υποχωρούν από το σχήμα της γυναίκας ως αυτής που λατρεύει το γιο και το νόμιμο σύζυγο, προς τη γυναίκα που οι πάντες έχουν υπάρξει κάποτε παιδιά της στο συνεκτικό αξίωμα της ανθρωπότητας, τη γονιμότητα. Αντί του πρωταρχικού «φόνου του πατέρα» στην πρωτόγονη ορδή που εγκαινιάζει τον πολιτισμό κατά Φρόυντ, η Irigaray αντιπροτείνει το «φόνο της μητέρας» από το γιο, που ενσαρκώνει η Κλυταιμνήστρα.
Το πρωί ξημερώνει. Το φως δεν είναι πάντα τόσο ευγενικό, οι δυο γυναίκες δε μοιάζουν πλέον μυθικές αλλά σάρκινοι άνθρωποι, με μικρές ατέλειες και μεγάλες επιθυμίες. Το τέλος θα απομείνει ανοιχτό.
Κάποιες στιγμές η ταινία ξενίζει. Έρχεται η σκέψη πως απλώς πρόκειται για ένα επί τούτου τολμηρό εγχείρημα, από άντρα σκηνοθέτη, που θέλει να σοκάρει και να πουλήσει μπόλικο γυμνό. Όμως από την άλλη, εάν επρόκειτο για την κλασσική ιστορία ενός άντρα και μιας γυναίκας, ολόγυμνων, μια μοιραία νύχτα σε μια όμορφη πρωτεύουσα, θα λέγαμε για την όμορφη σκηνοθεσία και ατμόσφαιρα.
Ίσως τελικά η Irigaray να έχει δίκιο…
Αξιολόγηση: * * * (3)
Δημήτρης Δρένος
δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 1/3/2012
H analysi ths tenias kalyterh apo thn tenia
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικά, δεν μπόρεσα να καταλήξω στο αν πρόκειται για μια καλή ταινία ή όχι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο την έβλεπα, κάθε δυο τρεις σκηνές άλλαζα γνώμη. Τη μια μου φαινόταν απίστευτα "δήθεν", την άλλη με έπειθε.
Προς το τέλος πάντως είχα αφεθεί στον "κόσμο" της (ίσως συνετέλεσε και το ότι την έβλεπα προς τα ξημερώματα - έχει ενδιαφέρον να βλέπεις μια ταινία η οποία διαδραματίζεται σε συγκεκριμένο χρόνο της μέρας ή της νύχτας, την αντίστοιχη ώρα. Παραδείγματος χάριν, μου είχε κάνει εντύπωση ο αντίκτυπος του "Κάποτε στην Ανατολία" που επίσης έτυχε να το δω σε χρόνο αντίστοιχο με το χρόνο της ταινίας, πάλι δηλαδή άγρια χαράματα). Και την επόμενη μέρα που την ξανασκεφτόμουν για να γραφτεί το κείμενο αυτό, ήμουν πλέον θετικά διακείμενος.
Σίγουρα έχει κάποιες αδυναμίες. Είναι γεμάτη συμβολισμούς και κάτι τέτοιο απαιτεί επιδέξιο χειρισμό για να μην ξεχειλώσει, να μη γίνει βαρύγδουπη ή να μη φλερτάρει με ένα προφανές μασκαρεμένο σε κρίσιμη ποιητικό-θεωρητική δήλωση.
Χαρακτηριστικό για αυτό είναι κατά τη γνώμη μου η σκηνή στο τέλος με το "βέλος του έρωτα". Η συγκεκριμένη σκηνή φλερτάρει συνεχώς με ένα χιλιοειπωμένο συμβολισμό. Ωστόσο, στις λεπτομέρειες, κατά τη γνώμη μου λειτουργεί με μεγάλη πειθώ. Ήταν μια δυνατή σκηνή - εκεί που δε θα το φανταζόμουν.
...
...
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι έχει αρκετές τέτοιες σκηνές.
Εν τέλει μου άφησε μια αίσθηση γλυκήτητας η οποιά κέρδισε μια παράλληλη αίσθηση γλυκερού.
(ωραία κριτική για την ταινία που θίγει αυτό το σημείο είναι και αυτή:
http://cinemaisalive.blogspot.com/2012/01/room-in-rome-2010.html)
Τώρα, όσον αφορά το σχόλιο σου συγκεκριμένα, κατ' αρχήν σ' ευχαριστώ για αυτό, κατά δεύτερον με προβλημάτισε!
Ένα κείμενο για μια ταινία θα πρέπει να πατά και αγκυροβολεί σε αυτήν. Αλλίως θα λέγαμε ό,τι να 'ναι.
Γενικά, θέλω να είμαι θετικά διακείμενος ως προς μια ταινία, παίρνοντας ως δεδομένο πως αποτελεί μια δημιουργική δουλειά του καλλιτέχνη για την οποία κόπιασε, στοχάστηκε, τη σκέφτηκε νύχτα και μέρα για πολύ καιρό. Και άρα, οφείλουμε να την ψάξουμε λίγο και να δούμε τι ήθελε να πει, ακόμα και αν δεν τα κατάφερε τελικά να το πει. (φυσικά, από την παραπάνω "δήλωση συγκαταβατικότητας", εξαιρούνται κάποιες ταινίες πραγματικά αηδίες για συγκεκριμένους λόγους)
Το Room in Rome μου φάνηκε πως πέραν της αξίας του καθ' αυτό είναι μια ταινία που ηθελημμένα ή άθελα, αφήνει γύρω της αρκετά πράγματα που μπορούν να ειπωθούν.
Τούτων λεχθέντων, παραμένω αναποφάσιστος ως προς την τελική της αξία. Ωστόσο δε μετανιώνω που την είδα - δεν ήταν και άσχημη! Και ίσως ήταν καλή!
Δεν ξέρω..!
opos leei ena palio tragoudi,ta dakrya toy xartaetou kylisan sto adeio mou potiri.se thelo dimitri ki as ksepoulithikes stin mikroastiki taksi.
ΑπάντησηΔιαγραφήεεεε?
ΑπάντησηΔιαγραφήeimai i ksanthia optasia pou protagonistei stin tainia kai proin koumounistria
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα λέγα τίποτα τώρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροτιμότερο πάντως να ήσουν η μελαχρινή - έχει περισσότερο βάθος ως χαρακτήρας