Βρωμιάρης και αυθάδης, με ένα
στάχυ στα χείλη και χαμόγελο περιπαιχτικό, άλλοτε στους δρόμους ξαπλώνει και
άλλοτε στις αποθήκες για να κοιμηθεί του κοσμάκη. Και ο κοσμάκης με αηδία τον διώχνει
κάθε πρωί, αυτόν τον βρωμερό, τον ψειριάρη, τον γιο του μπεκρή. «Σταθείτε
μακριά» φωνάζουν στα παιδιά τους οι ήσυχοι Αμερικανοί, όταν περνά αυτός ο
αλήτης, αυτό το κακό το παράδειγμα με το παντελονάκι το τρύπιο. Και νιώθει λύπη
και πείνα ο-μικρός-με-τη-μεγάλη-καρδιά, μέχρι που στην αγκαλιά του τον παίρνει
ο Μαρκ Τουαίην, τον αγαπά και τον βαφτίζει «Χάκλμπερυ Φιν».
Και ένα άλλο γνωστό μας παιδί κοιμάται
στους δρόμους, αυτούς του Λονδίνου, και από όπου περνά αποστρέφουν το βλέμμα τους
οι ήσυχοι Άγγλοι. «Ζητιάνε», «Κλέφτη» του φωνάζουν του μικρού και άπλυτου
επαίτη. Και σφίγγουν τα πορτοφόλια ή κλείνουν τις μύτες, βρωμάει και αυτός, έτσι
μυρίζουν οι τρώγλες. Μα δε νοιάζεται ο Κάρολος Ντίκενς. Τον σηκώνει από χάμω,
τον αγαπά και τον βαφτίζει «Όλιβερ Τουίστ».
Και δείτε αυτή την πουτάνα που
σουλατσέρνει στα σοκάκια του Παρισιού. Αυτή είναι βρωμιάρα από μέσα, μιαρή, και
τι αρρώστιες άραγε κουβαλά; Προσοχή, μη μας γεμίσει όλους! Κοιτούν την
ομορφιά της που φθίνει οι κομψοί Παριζιάνοι, πασπατεύουν, χορταίνουν και ύστερα
φτύνουν. Κουρελιασμένη, πεταμένη από τη φάμπρικα, την βρίσκει ο Βίκτωρ Ουγκώ,
την σκουπίζει, την ντύνει, την βαφτίζει Φαντίνα και της δίνει σπίτι στου
«Άθλιους».
Με τους άθλιους αυτούς τόλμησε
και έζησε ο Τζακ Λόντον. Στα φτωχοκομεία και στους δυσώδεις δρόμους του
Ανατολικού Λονδίνου. Και το 1903 έγραψε για αυτούς τους «Ανθρώπους της
Αβύσσου».
Δε γράφουν για τέτοια οι
σημερινοί συγγραφείς μας. Ή μάλλον, το κάνουν, από την ανάποδη. Στην Καθημερινή
και στο Βήμα, στο Πρόταγκον και τη Λάιφο, θρηνούν για τις πόλεις που βρωμίζουν
και χαλούν την αγοραστική μας διάθεση, για τα καλώδια από χαλκό που κλέβουν και
επιβαρύνουν το χρέος, συστήνουν γκέτο μοντέρνα και έπειτα ρουφούν τον εσπρέσο.
Και εμείς; Γελούμε με τον
«Χάκλμπερυ Φιν», δακρύζουμε με τον «Όλιβερ Τουίστ». Και ύστερα κλείνουμε το βιβλίο
και βρίζουμε το παιδί που καθαρίζει στα φανάρια το τζάμι, το μικρό που ζητάει
να φάει, το ξυπόλυτο εκείνο που παίζει στην πόρτα μας.
Τη νύχτα όλοι κοιμόμαστε ήσυχοι. Κλειδωμένες
οι πόρτες και τα βιβλία στα ράφια, εγγυήσεις συνείδησης άσπιλης.
Μα όταν όλοι αυτοί βγουν από την
άβυσσο, γιατί να λυπηθούν όσους ποτέ δεν τούς νοιάστηκαν;
Δημήτρης Δρένος
δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, στη στήλη "Β' Εξώστης", 14/11/2013
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου