Σκηνοθεσία: Γιώργος Γεωργόπουλος
Παίζουν: Βαγγέλης Μουρίκης, Αγγελική Αναγνωστοπούλου, Τάσος Νούσιας, Όμηρος Πουλάκης, Προμηθέας Αλιφερόπουλος, Κόρα Καρβούνη
Διάρκεια: 99’
2011
Tungsten – ή αλλιώς βολφράμιο, χημικό στοιχείο με μυστηριώδες, ποιητικό όνομα, το μέταλλο με τη μεγαλύτερη αντοχή στη θερμότητα και για αυτό βασικό υλικό των λαμπτήρων πυρακτώσεως. «Τουγκστένιο!», «Βολφράμιο!» θα μπορούσε να φώναζαν ως μαγικό ξόρκι οι αλχημιστές – αυτοί οι πρόγονοι της μοντέρνας χημείας – τελώντας τα πειράματα και τις μαγγανείες τους ελπίζοντας το μολύβι να γίνει χρυσός, το ελιξίριο της νεότητας να στάξει στους δοκιμαστικούς σωλήνες τους, η ευτυχία να διατυπωθεί σε έναν τύπο.
Την ευτυχία επαγγέλλεται ο σύγχρονος τεχνικός πολιτισμός μας. Πατάμε τους διακόπτες – «τουγκστένιο!» – και το ηλεκτρικό ρεύμα ανάβει το φως, ανάβει την τηλεόραση, το ψυγείο βουίζει, το ασανσέρ ξεκινά. Όμως η ευτυχία δεν έρχεται τόσο απλά, μόνο η τεχνολογική επάρκεια.
Καλοκαίρι, στην Αθήνα, σε ξεχασμένους δρόμους και υποβαθμισμένες γειτονιές, η ηλεκτροδότηση διαρκώς διακόπτεται. Η ΔΕΗ απεργεί, η χώρα βυθίζεται σε επάλληλα στάδια οικονομικής ανέχειας, μια χούφτα ήρωες βυθίζονται δυστυχείς σε αδιέξοδα. Χρέη σε τοκογλύφους, ερωτικές σχέσεις προς διάλυση, η ταπείνωση μιας συνέντευξης για εργασία. Η κάμερα θα ακολουθήσει τις διαδρομές τους που μέλει να διασταυρωθούν σε άψυχα γραφεία εταιρειών, σε νεκρικά αμαξοστάσια, σε πεθαμένες αλάνες, σε φονικά σοκάκια.
Η Αθήνα κινηματογραφείται ασπρόμαυρα – και υπέροχα – ως μια οποιαδήποτε μητρόπολη, απειλητική, ανεχής, που τιμωρεί διαρκώς το ανθρώπινο στοιχείο όσων κατοίκων της στερούνται αντοχής στης υψηλής θερμοκρασίας κοινωνικές συνθήκες. Άσπρο και μαύρο στο φιλμ, τζάμι και μπετόν στην πόλη, θύτες και θύματα στους ανθρώπους. Η ταινία αξιοποιεί αλληγορικά τη δυαδική «λογική» του ηλεκτρικού κυκλώματος που ανοιγοκλείνει, για να μιλήσει για τη βία που ρέει μεταξύ των άνισων πόλων μιας κοινωνίας.
Συγγενής της είναι το περίφημο «Μίσος» του Ματιέ Κάσσοβιτς – χωρίς όμως το momentum του. Σε αρκετές στιγμές της είναι κοινοτυπική, κάποιοι διάλογοι αφύσικοι και το σενάριο υποπίπτει σε ατοπήματα.[1] Ωστόσο τις στιγμές που ρέει απρόσκοπτα, προσφέρει μια δυνατή και καινοφανή νατουραλιστική απεικόνιση της χώρας μας, τώρα που σβήνουν τα λαμπάκια στις βιτρίνες της.
Tungsten! Tungsten! Όσο και αν φωνάζουμε τη μαγική λέξη, «ο πολιτισμός τους σταματά / μόλις σβήσει το ηλεκτρικό ρεύμα». Και στο σκοτάδι, αγριότητες.
Αξιολόγηση: * * (2)
Δημήτρης Δρένος
δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 15/12/2011
[1]
Η θεματική του χρεωμένου άντρα / συζύγου / πατέρα ο οποίος αναγκάζεται να καταφύγει σε τοκογλύφους, ο φόβος πως δε θα μπορέσει να τους ξοφλήσει που οδηγεί σε οικογενειακές εντάσεις και εν τέλει η βίαιη κατάληξη όταν οι τοκογλύφοι στέλνουν τους μπράβους τους για την είσπραξη, αποτελεί μια θεματική που εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε ταινίες κοινωνικής προβληματικής.
Φυσικά και έτσι συμβαίνει και μάλιστα συμβαίνει πιο συχνά, πιο κοντά μας, από ότι ίσως θα φανταζόμασταν. Ωστόσο, ακριβώς η επαναληπτικότητα του μοτίβου αυτού, μειώνει τελικά την ένταση και τον ωμό και βίαιο ρεαλισμό του.
Ο θεατής πλέον μπορεί να εικάσει ήδη από την πρώτη σκηνή την κατάληξη του επεισοδίου. Κατά μια έννοια αποτελεί μια αντιστροφή των εξίσου αναμενόμενων happy end των χολιγουντιανών ταινιών του συρμού. Φθηνή χαρά, φθηνή λύπη.
Στην τέχνη, ο έμμεσος λόγος είναι πιο ισχυρός από τον άμεσο. Σε κάποια σκηνή, ο χρεωμένος ήρωας, ελεγκτής στον ηλεκτρικό, συναντά έναν συνάδελφό του στο αμαξοστάσιο. Ο συνάδελφος θα επιδιώξει μάταια να του πιάσει την κουβέντα. Θα αρχίσει να μιλά για το «πόσο χάλια πάει η χώρα», «για την ανεργία», «για τα σκάνδαλα» – θα αρχίσει δηλαδή να του απαριθμεί τους τίτλους των ειδήσεων.
Όμως αν αυτά τα γεγονότα μας σοκάρουν ως αναγνώστες μιας εφημερίδας, δε μας σοκάρουν ως θεατές μιας ταινίας. Δε θέλουμε να διαβάσουμε το ήδη γνωστό, θέλουμε να δούμε, να δούμε πέρα από ό,τι είναι γνωστό. Μια ταινία δεν είναι απαρίθμηση αλλά εμβάθυνση στις αθέατες πτυχές μιας εικόνας.
Το ζήτημα επομένως δεν είναι να ακούσουμε για τη φτώχια, είναι να μας παρουσιαστεί στην οθόνη με τέτοια δύναμη ώστε να αποτελέσει σχεδόν βιωματική μας εμπειρία. Δεν είναι να δούμε τους μπράβους εν δράσει, αλλά σχεδόν να βιώσουμε τους λόγους που ωθούν κάποιον στο αδιέξοδο, να βιώσουμε το αίσθημα της παγίδευσης και της απόγνωσης καθώς ο ένας δρόμος μετά τον άλλο κλείνει. Οι ήρωες δεν πρέπει να μας παρουσιάζονται ως αγχωμένοι επειδή μιλούν και χειρονομούν αγχωμένα, αλλά επειδή μια αόρατη θηλιά – ορατή μόνο σε εμάς – σφίγγει γύρω από το λαιμό τους.
Στα παραπάνω σημεία η ταινία αποτυγχάνει. Παραμένει στο προφανές – από καλή πρόθεση ωστόσο. Δεν είναι τυχαίο πως λειτουργεί καλύτερα όταν χαλαρώνει: π.χ. στο χιουμοριστικό ιντερμέτζιο της προετοιμασίας για μια συνέντευξη βάσει ενός εγχειριδίου «100 τρόποι για μια επιτυχημένη συνέντευξη» ή όταν οι ήρωες απλώς περιπλανώνται υπό τις σκιές των κτιρίων.
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο αυτό στις ελληνικές ταινίες – ίσως αποτελεί την κατάρα της προσπάθειας να τα πούμε όλα, εδώ, τώρα, σα γροθιά στο στομάχι. Όμως μια πραγματικά γροθιά στο στομάχι δίνεται με τα δάχτυλα σιγά σιγά να κλείνουν και να σφίγγουν μόνο τη στιγμή προτού η γροθιά αγγίξει το σώμα.
Όπως στο υπέροχο «Βροχή από Πέτρες» (Raining Stones / 1991) του Κεν Λόουτς, όπου το απλούστατο, η προσπάθεια μιας φτωχής εργατικής οικογένειας να αγοράσει ένα καλό φόρεμα για την κόρη τους ενόψει της πρώτης της μετάληψης, οδηγεί στις μεγαλύτερες τραγωδίες.
Καταπληκτικός ο σχολιασμός της ταινίας, ιδίως στην υποσημείωση
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυμφωνώ με τον ανώνυμο, η υποσημείωση είναι καταπληκτική. Την ταινία δεν την έχω δει.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Ανώνυμε" και Simurgh σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσον αφορά τον ελληνικό κινηματογράφο, η αίσθηση μου είναι πως τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει άλματα σε επίπεδο σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, αισθητικής.
Οι περισσότερες ταινίες πλέον δε θυμίζουν επεισόδιο από σήριαλ της τηλεόρασης που απλώς έτυχε να κρατά 90 ή 120 λεπτά. Έχουν υψηλή αισθητική επάρκεια, καλαισθησία.
Ωστόσο, και κατά τη γνώμη μου πάντα, δεν έχει προχωρήσει αντίστοιχα η "εννοιολογική διασάφησή" των θεμάτων τους. Στην τέχνη η μεγαλύτερη δουλειά, το μεγαλύτερο φορτίο νοήματος βρίσκεται "ανάμεσα στις γραμμές". Σε αυτό που υπονοείται, σε αυτό που αναδύεται αβίαστα.
Ο κινηματογράφος ως τέχνη των εικόνων έχει για γλώσσα του τις εικόνες. Τα πλάνα είναι τα "λόγια" του.
Πλέον ο ελληνικός κινηματογράφος αρθρώνει περίπλοκες, δουλεμένες λέξεις. Δεν τις διαπλέκει όμως σε δυνατές, γεμάτες νόημα φράσεις.
Θα έλεγα πως ακόμα χρησιμοποιεί συνθηματικά τις εικόνες - λέξεις του.
Δηλαδή, ακολουθεί μια λογική που σχηματικά θα την προσδιοριζα ως: θέλω να κάνω μια ταινία για το φεμινισμό - τότε πρέπει να δείξω μια πόρνη ή μια νοικοκυρά να έχει ψυχολογικά προβλήματα / θέλω να κάνω μια ταινία για τη μετανάστευση - τότε πρέπει να δείξω έναν εξαθλιωμένο μετανάστη / θέλω να κάνω μια ταινία για την εφηβεία - τότε πρέπει να δείξω έναν έφηβο να παίρνει ναρκωτικά ή να βρίζεται με τους γονείς του.
Και περιμένει αντίστοιχα από το θεατή να πει: α! η ταινία δείχνει ένα μετανάστη / άρα αφορά το ζήτημα της μετανάστευσης / και εφόσον εγώ ως άτομο έχω προοδευτικές απόψεις επί του θέματος / τότε η ταινία είναι καλή εφόσον την ίδια άποψη έχω με το σκηνοθέτη.
Όμως η τέχνη (και η πολιτική) δεν είναι απλώς για να τα "λέμε μεταξύ" μας εμείς που ήδη συμφωνούμε.
Δεν είναι συνθηματολογία που επιβεβαιώνει το ήδη υπάρχον. Δεν είναι "αντανακλαστικό ερέθισμα".
Νομίζω πως αυτός ο διχασμός στο ελληνικό σινεμά είναι πλέον ιδιαίτερα εμφανής καθώς όσο αυξάνει η γνώση της χρήσης του κινηματογραφικού μέσου τόσο πιο έντονη φαίνεται η απλούστευση των σεναρίων.