Σκηνοθεσία: Εμίρ Κουστουρίτσα
Διάρκεια: 90’
2008
Μαραντόνα καρνάβαλε! Μαραντόνα Θεέ! Παρθένα της Γουαδελούπης! Παναγία της κόκας και Άγιο Πνεύμα των φτωχογειτονιών του Μπουένος Άιρες! Άγιε των γηπέδων! Καντηλανάφτη των νονών της Νάπολι! Μεγάλε Μαραντόνα, υπήρξες ακόμα και δήμιος της εθνικής του Αλκέττα Παναγούλια…
Μαραντόνα τρελέ! Κατεβάζεις κόσμο στις πορείες! Μοιράζεσαι το βήμα με τον Τσάβες και καπνίζεις μαζί με τον Φιδέλ! Κάνεις κωλοδάχτυλο και ένα ολόκληρο γήπεδο σε αποθεώνει! Δοκιμάζεις για πολλοστή φορά να πεθάνεις και όλοι κλαίνε! Μαραντόνα τσιγγάνε, εγωπαθή και ξέχειλε! Μπολιβάρ ήσουν ωραίος ως Έλλην, και Μαραντόνα εσύ είσαι ωραίος ως Βαλκάνιος!
Για αυτά και για άλλα τόσα, ο Εμίρ Κοστουρίτσα επί δύο χρόνια σκηνοθετούσε το ντοκυμαντέρ αυτό για τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, την «καλύτερη ταινία του κόσμου» κατά δική του δήλωση.
Πώς όμως σκηνοθετείς ένα ντοκυμαντέρ – δηλαδή μια ταινία τεκμηρίωσης – όταν θέμα σου είναι ένα φαινόμενο που οι τεράστιες διαστάσεις του οφείλονται σε εξω-λογικούς λόγους;
Γιατί πράγματι, η ιστορία του Μαραντόνα θα μπορούσε απλώς να είναι ακόμα μια ιστορία ενός ταλαντούχου ποδοσφαιριστή – ίσως του καλύτερου που έπαιξε ποτέ – που έφθασε στο ζενίθ της επιτυχίας και έπειτα ζαλισμένος και άμυαλος κατρακύλησε στο ναδίρ των καταχρήσεων. Τέτοια συμβαίνουν, συνέβαιναν και θα συμβαίνουν. Που βρίσκεται το ξεχωριστό λοιπόν; Γιατί έχει σημασία σήμερα κάποιος που κλώτσησε ένα τόπι, τελευταία φορά πριν από δεκαπέντε χρόνια;
Η ιστορία του Μαραντόνα έχει σημασία γιατί μαγικά συγκλίνει σε όλες τις αρχετυπικές δομές μιας ιστορίας που είναι ωραίο να την ακούς. Μια ιστορία για το πάμφτωχο αγόρι που έφτασε στην κορυφή και έπειτα τα γκρέμισε όλα. Για τον outsider που παίζει και απ’ τις δυο πλευρές του νόμου (το καλύτερο γκολ του αιώνα / το πιο παράνομο γκολ του αιώνα). Για την ενσάρκωση ενός φτωχού έθνους στις κινήσεις ενός παίκτη που παίρνει μέσα στο γήπεδο τη συλλογική ρεβάνς για έναν πόλεμο που έχασαν από μια υπερδύναμη. Και τέλος, για την εξουσία του αυστηρότερου διαιτητή, του θανάτου, που ο Μαραντόνα καταφέρνει ακόμα και ντριμπλάρει.
Είναι μια ιστορία που δε μετρά καθ’ αυτή. Μετρά ο συμβολικός και φαντασιακός αντίκτυπός της. Εκεί είναι που αποκτά το βάρος της, στη φαντασία εκατομμυρίων ανθρώπων αποκλεισμένων από τα κέντρα της δύναμης και του πλούτου. Η φτώχια θέλει καλοπέραση και θέλει σουρεαλισμό. Αυτό το γνωρίζει καλά ο Κοστουρίτσα. Το έχει βιώσει στην «πυριτιδαποθήκη» (sic) των Βαλκανίων και το 'χει αποτυπώσει στη φιλμογραφία του.
Το ντοκυμαντέρ διανθίζεται από τις απίστευτες τελετουργίες της Εκκλησίας του Μαραντόνα (ναι, υπάρχει τέτοια εκκλησία!) που ιερουργεί, παντρολογεί και δοξάζει με ναό ένα γήπεδο και ένα στριπτιτζάδικο. Στο ενδιάμεσο, σε διάφορα κεφάλαια, θα ξεδιπλωθεί η ιστορία του Μαραντόνα με τον Κοστουρίτσα να του παίρνει τη συνέντευξη.
Η ταινία δεν αγιοποιεί και ούτε καταδικάζει. Ο Μαραντόνα ήταν μια ιδιοφυία των γηπέδων και έξω από αυτά είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος – ενίοτε φριχτά αφόρητος –, με τις κοινοτυπίες του, του μελοδραματισμούς του. Ο μύθος όμως πάντα αρέσκεται να μεταπλάθει το υλικό του και ο Κοστουρίτσα αναδυκνείει το ετερόκλητο μωσαϊκό του, πλαισιώνοντας το ντοκυμαντέρ με τη δική του αφήγηση σε βαριά, δεικτικά αγγλικά, σλαβόφωνης προφοράς. Μια αφήγηση ηρωική και πένθιμη για τον ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο Μαραντόνα και για ένα κόσμο που ανθίζει στη περιφέρεια του Κόσμου.
Ω Μαραντόνα Προπονητή! Εκλιπαρώ. Μη μας ρίξετε πολλά με τον προφήτη σου το Μέσσι, στη Νότιο Αφρική το καλοκαίρι.
Αξιολόγηση (σπονδή εν όψει του μουντιάλ): * * * * * (5)
Δημήτρης Δρένοςδημοσιεύθηκε στον Εξώστη, 22/4/2010
***
Και τώρα που πλέον γνωρίζουμε τι συνέβη στο Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής,
όπου ο Μαραντόνα ως προπονητής μας στέρησε
έναν ωραίο φαντασιακό θρίαμβο αλά Euro 2004
(και μερικά λιγότερο ωραία πογκρόμ προς μετανάστες...),
η σπονδή ας δώσει τη θέση της
στην κανονική βαθμολογία του ντοκυμαντέρ αυτού,
του γουστόζικου αλλά και προχειρούτσικου, με μια
αίσθηση Manu Chao και κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση,
η οποία
και είναι
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου