Σκηνοθεσία: Μάκης Παπαδημητράτος
Παίζουν: Βαγγέλης Αλεξανδρής, Μυρτώ Αλικάκη, Πέτρος λαγούτης, Μάκης Παπαδημητράτος,
Διάρκεια: 90΄
2007
Ποτέ σχεδόν τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Και αυτό που μοιάζει χαβαλές, τελικά ξετυλίγεται σε εύστοχο και τολμηρό σχόλιο.
Οι «Κλέφτες» είναι η δεύτερη ταινία του Μάκη Παπαδημητράτου. Στην πρώτη του, το βραβευμένο «Τσίου», βρισκόμαστε στην Αθήνα του δεκαπενταύγουστου. Όλοι είναι διακοπές και όπως δεν μπορείς να βρεις περίπτερο ανοιχτό, έτσι δεν μπορείς να βρεις ούτε μια σταλιά πρέζα ή ένα τόσο δα γραμμαριάκι κόκα.
Όλοι έχουν χαρμανιάσει: οι επιχειρηματίες και οι γκόμενες των πλουσίων προαστίων, τα πιτσιρίκια και τα καμένα βαποράκια. Ο ένας ψάχνει από τον άλλο – ρε μαλάκα έχεις μια ψιλή; Πέφτει γέλιο, καμιά σχέση με τα ρεπορτάζ των 8 περί «λευκής μάστιγας» και «εμπορίου του θανάτου». Χαβαλές της πλάκας θα μπορούσε να πει κανείς, και μάλιστα επικίνδυνος.
Στους «Κλέφτες» οι δυο αστείοι κλεφταράδες που πρωταγωνιστούν, μοιάζουν να έχουν βγει από το «Τσίου». Τον ένα υποδύεται ο ίδιος ο Παπαδημητράτος, ακριβώς όπως είχε υποδυθεί τον «Νώντα» στο «Τσίου». Ίδιο μαλί, ίδιο στυλ, ίδια καμένη προσωπικότητα. Αποφασίζουν να κάνουν χοντρή μπάζα ληστεύοντας μια έπαυλη ώστε να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους: να φύγουν στο Άμστερνταμ, να αράζουν, να πίνουν μπάφους και να παίζουν pro.
Ο χαβαλές συνεχίζεται, θα πείτε.
Όμως στην έπαυλη μένει ένα ζευγάρι γιάπηδων. Οι κλέφτες θα εγκλωβιστούν μέσα – και τι θα δούν; Τους γιάπηδες με τις πιστωτικές τους να ρουφάνε κόκα. Από ένα νταβατζή που κάποτε είχαν εξυπηρετήσει νομικά να καβατζώνουν μια ρωσίδα κωλ-γκερλ. Είναι καυλωμένοι – όλοι μέρα βγάζανε λεφτά. Με μία κάμερα θα προβάλουν τη ρωσίδα τους σε ένα βίντεο-γουόλ ενώ τη γδύνουνε και τη μαστιγώνουνε, αυτή ντυμένη Αφέντισσα και αυτός Αριστοκράτης του παλιού, καλού καιρού… Η «πουτάνα» θα πεθάνει και οι γιάπηδες θα χεστούν πάνω τους. Θα ανακαλύψουν τους 2 κλέφτες που τώρα ξέρουν ένα μυστικό ζωής και θανάτου, ικανό να καταστρέψει το κοινωνικό τους προφίλ και όχι μόνο.
Στους «Κλέφτες», τα αφανή μαστούρια του «Τσίου» συναντούν τους επιφανείς ήρωες της ισχυρής Ελλάδας του 21ου αιώνα, τους ανήθικους γιάπηδες, τους ανήθικους διευθυντές που θησαυρίζουν στέκοντας στα κομβικά σημεία του ύστερου, περίπλοκου καπιταλισμού μας.
Νομικοί σύμβουλοι, χρηματιστές, άσοι του μάρκετινγκ. Παλιότερα ο πλούτος είχε μια υλική βάση αγκιστρωμένη στον κόσμο (εργοστάσιο). Τώρα εδράζει σε μια μη – παραγωγή. Χρήμα από το τίποτα, από τον αέρα. Μια συνθήκη ικανή ώστε να κάνει τους γιάπηδες της ταινίας να νιώθουν και να λειτουργούν ως μικροί θεοί.
Οι δυο ταινίες του Παπαδημητράτου είναι για όσους από εμάς είμαστε 20 έως 40 χρονών. Μπορούμε να καταλάβουμε το λεξιλόγιο και τις αναφορές. Είμαστε και εντός και εκτός (μα πάντα χωρίς επίκεντρο). Την πέφτουμε σε πλατείες και σε στέκια, έχουμε δοκιμάσει και καμιά ουσία. Μετά αράζουμε στα κυριλέ, πίνουμε εναλλακτικό καφέ στο «αυτόνομο κρατίδιο της οδού Ζεύξιδος» (sic, sic, sic...). Και ύστερα, στο ετήσιο φεστιβάλ μας κινηματογράφου βλέπουμε ταινίες (και τους «Κλέφτες» μεταξύ άλλων), συγκρίνουμε το μήκος των κασκόλ μας και τις παραστάσεις των καλσόν.
Στο μεταξύ, στην τελική σκηνή του έργου ο γιάπης ουρλιάζει την επικράτησή του. Το αόρατο βάθρο του είναι φτιαγμένο από κόκαλα αλβανών και από επαίτες. Όσο λοιπόν θα κάνει βόλτες ο φοσμπά ας θυμηθούμε αυτό που έγραψε ο Τόμας Μουρ στην Ουτοπία του το 1516:
Πρώτα κάνουν τον κόσμο κλέφτη και μετά τον τιμωρούνε.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν από 4 χρόνια. Η «ισχυρή Ελλάδα» ακόμα έτρεφε τις αυταπάτες της. Ο ιμπεριαλίσκος των Βαλκανίων ακόμα γαμούσε τις γυναίκες τους και απολάμβανε τα μεροκάματά τους.
2011 σήμερα. Οι «Κλέφτες» ίσως τώρα να βρίσκονται στο Άμστερνταμ – και να γελούνε.
Οι εποχές της ασύδοτης ανεμελιάς έχουν περάσει για τα καλά και ανεπιστρεπτί.
Οι επιφάνειες μπορεί να είναι γυαλιστερές – μα ραγίζουν εύκολα.
Στα έντυπα της επιφάνειας, Athens Voice, Lifo, Soul και στους κλώνους τους, γραφόντουσαν άρθρα για τη Θεσσαλονίκη ως «Σιάτλ των Βαλκανίων». Σήμερα το «Σιάτλ των Βαλκανίων» γεμίζει άστεγους και ανέργους.
Παράλογα χρόνια. Μερικές καφετέριες στη σειρά ανακηρύσσονταν σε χώρους κουλτούρας, σε «αυτόνομα κρατίδια», όπου τα ωραία αγόρια και κορίτσια της πόλης, μας χάριζαν την ευλογία της παρουσίας τους.
Φευ, κάτι σάπιο υπήρχε στο «αυτόνομο κρατίδιο της οδού Ζεύξιδος».
Το κρατίδιο παρήκμασε – οι ηγεμόνες του μετέφεραν την πρωτεύουσά του λίγο πιο δυτικά, στη «λαμπερή αυτοκρατορία της οδού Βαλαωρίτου και των Παρακείμενων Στενών». Τα ποτά υπερτιμήθηκαν και άλλο, το ίδιο και η εκζήτηση, και η γελοία πεποίθηση πως κανείς αντλεί αξία αν κάθεται στο κατάλληλο μπαρ την κατάλληλη στιγμή, αν παραγγέλνει το κατάλληλο ποτό φορώντας το κατάλληλο αξεσουάρ.Τρίζουν όλα αυτά, τρίζουν άσχημα. Και ο χρόνος για να το συνειδητοποιήσουμε πριν να είναι αργά, όλο και τελειώνει.
Αξιολόγηση: * * * (3)
Δημήτρης Δρένος
δημοσιεύθηκε στον Εξώστη, 12/12/2007
Επίκαιρα κι ωραία σχόλια
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ
ΑπάντησηΔιαγραφή