Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΕΒΙΝ (WE NEED TO TALK ABOUT KEVIN)

Σκηνοθεσία: Λιν Ράμσεΐ
Παίζουν: Τίλντα Σουίντον, Τζων Ράιλυ, Έζρα Μίλερ, Γιάσπερ Νιούελ, Ρόκυ Ντούερ, Άσλευ Γκερασίμοβιτς, Σιόμπαν Φάλον Χόγκαν
Διάρκεια
: 112’
2011

Ας μιλήσουμε για τον Κέβιν λοιπόν, αυτό το παιδί - κτήνος που από το πρώτο κλάμα του βασάνιζε γονείς και αδερφή, αυτό τον έφηβο - τέρας που σκότωσε τους συμμαθητές του. Ας μιλήσουμε για το σπόρο του κακού, του ριζικού κακού, του απόλυτου, που βλάστησε σε μια αθώα μήτρα και ανατράφηκε σε ένα ανυποψίαστο σπίτι.

Ή ας μιλήσουμε για την Εύα, τη μητέρα του, με το βιβλικό όνομα της πρωτόπλαστης, με το όνομα που γέννησε την ανθρωπότητα – ή γέννησε ένα μικρό σατανά που αιματοκύλισε ένα αμερικάνικο σχολείο.

Πώς να μιλήσουμε όμως για όλο αυτό; Με το θεολογικό λόγο των δυο πιο πάνω παραγράφων που αξιώνει πίστη και όχι απόδειξη; Με ένα μικροκοινωνιολογικό λόγο που θα ψηλαφίσει τα αίτια που ώθησαν ως εκεί τον Κέβιν; Με έναν ψυχαναλυτικό λόγο που θα διερωτηθεί γιατί το μωρό εχθρευόταν τόσο τη μητέρα του ή γιατί αρνούνταν μέχρι τα πέντε να ενταχθεί στη συμβολική τάξη της γλώσσας, εκστομίζοντας μόνο λαρυγγισμούς;

Η περίτεχνα δομημένη και σκηνοθετημένη ταινία μας αφήνει ανοιχτά και τα τρία ενδεχόμενα και τα φιλτράρει με μια συνθήκη. Μιλά για την Εύα που μιλά για τον Κέβιν – δηλαδή αρθρώνει ένα διαμεσολαβημένο υποκειμενικό λόγο.

Η ταινία ξεκινά με την κάποτε ευτυχισμένη και επιτυχημένη συγγραφέα Εύα να περιφέρεται σαν παρίας σε μια κωμόπολη όπου οι περαστικοί τη φτύνουν και την καταριούνται, όπου οι γείτονες κάθε τόσο πετούν κόκκινη μπογιά στους τοίχους του σπιτιού της. Ο δολοφόνος Κέβιν βρίσκεται στη φυλακή και αυτή αίρει το σταυρό των αμαρτιών του, είναι η δακτυλοδεικτούμενη μάνα δολοφόνου που περπατά σαν κατάρα ανάμεσα στους γονείς που έχασαν τα παιδιά τους.

Με αδιάκοπες μανούβρες της φιλμικής αφήγησης στον ιστορικό χρόνο των γεγονότων, οι προσπάθειες της Εύας να ανακτήσει τη ζωή της και να χειριστεί τις ενοχές της διανθίζονται με φλας μπακ στο παρελθόν, τη γέννηση του γιου της και το μεγάλωμά του.

Τη νηπιακή, παιδική και εφηβική ηλικία του Κέβιν υποδύονται ανατριχιαστικά τρεις διαφορετικοί ηθοποιοί, με ένα βλέμμα τρομακτικό και αδυσώπητο, με ένα λόγο σοκαριστικό στην έλλειψη συναισθηματικού χρωματισμού του, με μια κινησιολογία που εκπέμπει τη μέγιστη αλαζονεία.

Ως θεατές νιώθουμε αποτροπιασμό. Βλέπουμε τη μητέρα – στις αναμνήσεις της – να προσφέρει αγάπη και να παίρνει πίσω μίσος, κάθε μητρικό χάδι να πέφτει στην άβυσσο που εκπέμπει ένας διεστραμμένος ενήλικας σε σώμα παιδιού. Μοιάζει σαν το μωρό της Ρόζμαρι να μεγάλωσε, σαν ο Ντέμιαν της Προφητείας να άλλαξε το όνομά του σε Κέβιν.

Και ωστόσο, ακριβώς πριν πειστούμε απόλυτα, η αφήγηση των αναμνήσεων εμφανίζει ασυνέχειες. Σε κάποιες από αυτές, το παιδί ζητά τρυφερότητα ή η μητέρα το μέμφεται για την καριέρα που της στέρησε. Η σχέση του πατέρα και του γιου απεικονίζεται ειρηνική. Ενώ στην τελική σκηνή του έργου, τη μόνη όπου ο Κέβιν εμφανίζεται σε αντικειμενικό πλάνο, μοιάζει διαφορετικός, για πρώτη φορά ικανός να φέρει συναισθήματα.

Η ταινία τεχνηέντως αρνείται να λάβει θέση, να προσφέρει μία και μόνη εξήγηση. Μάλλον θέση της είναι πως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την καταγωγή της βίας. Ταυτόχρονα, η ταινία αναδεικνύει – χωρίς ποτέ να την απεικονίζει άμεσα – τη βιαιότητα σε όλες τις στιγμές της. Στον εξοστρακισμό ενός ανθρώπου από την οργισμένη κοινότητα. Στις νεκρές φύσεις των αντικειμένων ενός πλούσιου μα άψυχου σπιτιού. Στο πολεμικό ηλεκτρονικό παιχνίδι. Στη διαδρομή από τη διήγηση του «Ρομπέν των Δασών» σε ένα άρρωστο παιδί ως το αγωνιστικό τόξο που μια μέρα θα γίνει το όπλο του εγκλήματος. Το χρώμα του αίματος δεσπόζει παντού. Στο χρώμα των ρούχων, τον πολτό της ντομάτας, στη μαρμελάδα που αλείφεται σε μία φέτα ψωμί. Στο κοντράστ του ζεστού νοσταλγικού σάουντρακ με τη σκαιότητα του σύμπαντος της ταινίας.

Δεν επιδιώκει τόσο τα διανοητικά συμπεράσματα όσο τη δημιουργία – και το πετυχαίνει απόλυτα – μιας σωματικής, σχεδόν ενστικτώδους, αίσθησης αηδίας και αποστροφής για εκείνες τις πλευρές του ανθρώπινου όντος που υπό κάποιες συνθήκες, κάποιες φορές, ενεργοποιούνται.

Όσο για τη δική μου θέση – εάν ενδιαφέρει κανέναν, αυτή είναι πως κάθε μωράκι είναι ένα μικρό ζωάκι που αν του δοθεί γάλα και αγάπη θα γίνει αγγελούδι. Και άλλοτε αυτά του τα στερούν κακοί γονείς, και άλλοτε του τα στερούν κακοί θεσμοί, άγριες κοινωνίες και άδικες.



Αξιολόγηση: * * * (3)

Δημήτρης Δρένος

δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 17/11/2011

2 σχόλια: