Σκηνοθεσία: Κάρυ Φουκουνάγκα
Παίζουν: Μία Βασίκοβσκα, Μίκαελ Φασμπέντερ, Τζούντι Ντεντς, Τζέιμι Μπελ, Σάιμον Μακμπερνευ
Διάρκεια: 120’
2011
Η περίφημη ιστορία του ορφανού κοριτσιού που η αριστοκρατική οικογένεια της θείας του αποδιώχνει στο ορφανοτροφείο – αποθετήριο φθισικών σωμάτων και ψυχών για να τις σφίξουν οι κορσέδες της βικτωριανής ηθικής – το οποίο θα εγκαταλείψει ενηλικιώμενη, μορφωμένη και υποτελής, αναζητώντας την επιβίωση ως γκουβερνάντα σε πλούσιες οικογένειες, και όπου σε μία από αυτές ο καταραμένος έρωτας που θα νιώσει θα τεντώσει τα λουριά των ταξικών και έμφυλων ταυτοτήτων, δεν αποτελεί μόνο ένα αρχετυπικό μελόδραμα, μα το πλήρες, βαθύ, διαρκές δράμα που χάραζε τις μοίρες των ανθρώπων στη βιομηχανική, καπιταλιστική, σκληρότατη Αγγλία του 1847.
Αρμαθιές θεμάτων και μοτίβων συγκρούονται και παράγουν σπινθήρες στις περίπου 400 σελίδες του έργου της Σαρλότ Μπροντέ. Η βλασφημία της πρωτοπρόσωπης αφήγησης μιας γκουβερνάντας – του ανθού των «ευγενών φτωχών» που συνέλεγαν και απομυζούσαν οι αστοί για να γαλουχήσουν τα τέκνα τους. Το θεολογικό λεξιλόγιο του καλβινισμού που εμποτίζει τα λόγια των ηρώων και το οποίο μεταστρέφει η Τζέυν Έυρ για να αρθρώσει έναν πρώιμα σοσιαλιστικό και φεμινιστικό λόγο. Το αλά Ντίκενς ορφανοτροφείο και οι επιδημίες που ξεσκαρτάρουν τις μάζες των εργατών ή διδάσκουν την αρετή στη στέρηση. Η γυναίκα ως εύθραυστο και άσπιλο πλάσμα που ωστόσο οι πάντες γυρεύουν από αυτήν ένα διαρκές παρόν στην απουσία του σεξ. Ο άντρας που πάντα πέφτει από το άλογό του – από την τάξη και τη θέση του – και τότε μόνο γίνεται αντικείμενο του πόθου. Η διαλεκτική σύγκρουση του ρομαντικού φαντασιακού της εποχής με την κυνική υλική πραγματικότητα.
Στις σελίδες της Τζέυν Έυρ διαρκώς αποκαλύπτονται άβυσσοι. Όμως, επιμελώς, η πολλοστή αυτή κινηματογραφική της μεταφορά επιλέγει να τις αποφύγει. Ξεκινά στη μέση της ιστορίας και τα φλας μπακ της αποστασιοποιούν συναισθηματικά. Ο εραστής Ρότσεστερ δεν είναι αρκούντως σκοτεινός – στην καρδιά του δε χτυπά το διφορούμενο της αυτοκρατορίας και ποτέ δε θα διαβεί το όριο της ασχήμιας και της παραμόρφωσης. Η τρέλα στη σοφίτα, μετωνυμία των βικτωριανών απωθημένων, ποτέ δεν ουρλιάζει. Η φωτιά ποτέ δεν καίει πραγματικά.
Έτσι, αν και πρόκειται για μια καλογυρισμένη ταινία και άρτια παραγωγή, αποτυγχάνει να μεταφράσει στη λογική των εικόνων, τη λογική των λέξεων. Παίρνει τη ζοφερότητα και παραδίδει απλώς βροχερή μελαγχολία.
Αξιολόγηση: * * (2)
Δημήτρης Δρένος
δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 24/11/2011
θα προτιμήσω μάλλον τη Gainsbourg... Πολύ ωραίο κείμενο, ωστόσο. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ και παλί! Δεν έχω δει την εκδοχή με την Gainsbourg.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης πολύ καλή μεταφορά / διασκευή του βιβλίου της Μπροντέ - κατά τη γνώμη μου και με απόλυτη σοβαρότητα! - είναι αυτή που πέτυχαν τα "κλασσικά εικονογραφημένα" κάποτε. Αν και για "παιδιά", αν και σε "αρχαίου τύπου" κόμικ, νομίζω πως έχει απίστευτα έντονα αυτή τη "ζοφερότητα" που δυστυχώς έλειπε από την ταινία