Σκηνοθεσία: Τομ Χούπερ
Παίζουν: Χιου Τζάκμαν, Ράσελ Κρόου, Αν Χάθαγουεϊ, Σάσα Μπάρον Κοέν, Αμάντα Σέυφριντ, Έντι Ρεντμάιν, Ντάνιελ Χάτλεστοουν
Διάρκεια: 158'
2012
Μικρός, πολύ μικρός, έτυχε να πρωτό-διαβάσω τους Άθλιους του Ουγκώ σε
κλασσικό εικονογραφημένο. Το χαρτί ήταν κιτρινισμένο, βλέπετε το είχε πρωτό-αγοράσει
ο παππούς μου για τις κόρες του, και μαζί με άλλα τεύχη ήταν δερματόδετο, σε
έναν πορφυρό τόμο.
Ήταν ένα σπουδαίο πρωτό-κόμικ, σε ένα μεγάλο και χοντρό βιβλίο, για ένα
μικρό και αδύνατο παιδάκι. Δεν μπορώ να θυμάμαι το πόσο κατάλαβα όλη την πλοκή
και όλα τα σημαινόμενά της. Ακόμα όμως θυμάμαι τις εικόνες.
Το νεαρό Γιάννη Αγιάννη, θεονήστικο, με θεονήστικη αδερφή και ανιψιό, να κοιτά το καρβέλι το ψωμί πίσω από τη βιτρίνα. Τον Γιάννη Αγιάννη πληγιασμένο από το βούρδουλα, με τα ξεσκισμένα ρούχα στα κάτεργα. Και δεκαεννιά – ναι, δεκαεννιά για ένα ψωμί – χρόνια μετά, ελεύθερο, ξυπόλητο, να τον διώχνουν σα σκυλί επειδή στην τσέπη του κρατούσε το κίτρινο χαρτί του απελεύθερου κατάδικου. Τον Γιάννη Αγιάννη, γκριζαρισμένο πλέον και αγαπημένο δήμαρχο σε γαλλική κωμόπολη, να διακινδυνεύει κάτω από ένα βαρύ, όσο το πεπρωμένο, κάρο για να σώσει έναν άνθρωπο, να διακινδυνεύει μην αναγνωριστεί από τον εσαεί διώκτη του, Ιαβέρη. Ο σκυθρωπός Ιαβέρης, ο ατσάλινος, αυτό το μακρύ χέρι του νόμου, με το μπαστούνι πάντα στο γαντοφορεμένο χέρι. Και η Φαντίνα, η απολυμένη εργάτρια, η φθισικιά, η αναμάρτητη η στους βούρκους ριγμένη. Και η κόρη της, η Τιτίκα, το εις τους αιώνες έκθετο παιδί, που σφιχταγκαλιάζει μια κούκλα, το μόνο που έχει στον κόσμο αυτόν. Και ύστερα, το αποπνιχτικό πανδοχείο των Θερναδιέρων, τον Μάριο με ένα βαρέλι μπαρούτι πάνω σε ηρωικά οδοφράγματα και ύστερα τραυματία, πάνω στους γέρικους ώμους του Γιάννη Αγιάννη, μέσα στους αχανείς και δαιδαλώδεις υπονόμους του Παρισιού, τους φραγμένους με κάγκελα, και απ’ έξω και πάλι η σκιά του Ιαβέρη.
Το νεαρό Γιάννη Αγιάννη, θεονήστικο, με θεονήστικη αδερφή και ανιψιό, να κοιτά το καρβέλι το ψωμί πίσω από τη βιτρίνα. Τον Γιάννη Αγιάννη πληγιασμένο από το βούρδουλα, με τα ξεσκισμένα ρούχα στα κάτεργα. Και δεκαεννιά – ναι, δεκαεννιά για ένα ψωμί – χρόνια μετά, ελεύθερο, ξυπόλητο, να τον διώχνουν σα σκυλί επειδή στην τσέπη του κρατούσε το κίτρινο χαρτί του απελεύθερου κατάδικου. Τον Γιάννη Αγιάννη, γκριζαρισμένο πλέον και αγαπημένο δήμαρχο σε γαλλική κωμόπολη, να διακινδυνεύει κάτω από ένα βαρύ, όσο το πεπρωμένο, κάρο για να σώσει έναν άνθρωπο, να διακινδυνεύει μην αναγνωριστεί από τον εσαεί διώκτη του, Ιαβέρη. Ο σκυθρωπός Ιαβέρης, ο ατσάλινος, αυτό το μακρύ χέρι του νόμου, με το μπαστούνι πάντα στο γαντοφορεμένο χέρι. Και η Φαντίνα, η απολυμένη εργάτρια, η φθισικιά, η αναμάρτητη η στους βούρκους ριγμένη. Και η κόρη της, η Τιτίκα, το εις τους αιώνες έκθετο παιδί, που σφιχταγκαλιάζει μια κούκλα, το μόνο που έχει στον κόσμο αυτόν. Και ύστερα, το αποπνιχτικό πανδοχείο των Θερναδιέρων, τον Μάριο με ένα βαρέλι μπαρούτι πάνω σε ηρωικά οδοφράγματα και ύστερα τραυματία, πάνω στους γέρικους ώμους του Γιάννη Αγιάννη, μέσα στους αχανείς και δαιδαλώδεις υπονόμους του Παρισιού, τους φραγμένους με κάγκελα, και απ’ έξω και πάλι η σκιά του Ιαβέρη.
Η αθλιότητα. Οι πόλεις και οι χώρες οι βαθιά διχασμένες. Η ηρεμία του
δάσους της Βουλώνης και η κόλαση του υφαντουργείου. Οι αριστοκράτες και οι
εκπορνευμένοι. Η αδικία, το οδόφραγμα, η διαταγή και το αίμα. Οι βρωμερές
γωνιές όπου ο άνισος κόσμος στοιβάζει τους ανθρώπους και ύστερα τους αποκαλεί
αθλίους. Τα υγρά και δυσώδη σπλάχνα του Παρισιού όπου μέσα τους εμβαπτίζονται
οι άθλιοι και γίνονται ήρωες. Ο ένδωθεν και έξωθεν κυνηγημένος άνθρωπος.
Για χρόνια και χρόνια επέστρεφα στο κλασσικό εικονογραφημένο μου. Και οι
εικόνες παρέμεναν και αύξαναν τη δύναμή τους. Μεγάλωσα και κάποια στιγμή
διάβασα και όλα τα λόγια, τις εκατοντάδες σελίδες. Και οι εικόνες παραμένουν
ακόμα εκεί, δυνατές και αρχετυπικές.
Αυτές παραλαμβάνει και η ταινία μας – που αποτελεί την κινηματογραφική
εκδοχή του ομώνυμου μιούζικαλ που ανεβαίνει στη σκηνή εδώ και 3 δεκαετίες – και
θέλει να τις καταστήσει ακόμα πιο έντονες, ντύνοντάς τες με μουσική. Δε
βασίζεται τόσο στην πλοκή, αλλά μάλλον παραθέτει στιγμιότυπα. Η γαλέρα που
ρυμουλκούν οι αλυσοδεμένοι κατάδικοι και το τραγούδι τους. Το ψυχρό και άψυχο
εργοστάσιο και το τραγούδι των υφαντισσών. Το απελπισμένο τραγούδι του Τζάκμαν
ως Γιάννη Αγιάννη, το σπαρακτικό τραγούδι της Χάθαγουεϊ ως Φαντίνας, το
μετρημένο – σαν το νόμο – τραγούδι του Κρόου ως Ιαβέρη.
Το πρώτο μέρος της ταινίας τραγουδά την αθλιότητα και είναι δυνατό πολύ.
Ωστόσο, το δεύτερο – και ενώ γύρω στήνονται τα οδοφράγματα – διαλέγει να
τραγουδήσει τον έρωτα του Μάριου και της Τιτίκας. Η κάμερα φεύγει από την
κοινωνία και στρέφεται στα πρόσωπα, μειώνοντας όμως ταυτόχρονα το εύρος του
πρωτότυπου έργου. Τώρα η μουσική απλώς ακούγεται. Χωρίς αγκάθια και δίχως τη
χορωδία των καταφρονεμένων. Αρχίζει να γλυκίζει και τα 158 λεπτά της ταινίας
αρχίζουν να κυλούν όλο πιο αργά.
Το πλήρες μυθιστόρημα του Ουγκώ είναι αδύνατον να μεταφερθεί αυτούσιο
κινηματογραφικά. Πρέπει πάντα κανείς να διαλέξει μια εκδοχή του. Κατά τη γνώμη
μου, η ταινία αυτή προσπαθεί να συνδυάσει δυο εκδοχές ταυτόχρονα και έτσι
παραπατάει στην ανισομέρεια.
Εγώ αντιπαραβάλλω το κιτρινισμένο μου κλασσικό σε αυτή τη γεμάτη χρώματα
εντυπωσιακή παραγωγή. Ίσως γιατί πάντα νοσταλγούμε την πρώτη φορά των
πραγμάτων. Ωστόσο και τα δυο επιδιώκουν το ίδιο, να αναστυλώσουν αυτές τις
αρχετυπικές εικόνες, που και σήμερα και αύριο, εξίσου επίκαιρες φαντάζουν. Αν
εγώ κρατώ το κλασσικό μου και το πρώτο μέρος της ταινίας, ίσως εσείς να μην το
έχετε διαβάσει ή να συγκινηθείτε με το δεύτερο. Αυτό που έχει πάντως σημασία,
είναι πως όλες οι εκδοχές οδηγούνε στην πλατιά και ορμητική πηγή, τους
ίδιους τους «Άθλιους» του Ουγκώ.
Από όπου κλέβω, επιλογικά, και αυτή τη φοβερή στιχομυθία:
«Γενναίοι Γάλλοι παραδοθείτε»
και αυτός απάντησε
«Σκατά!»
Δημήτρης Δρένος
Αξιολόγηση: * * * (3)
δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 14/2/2013
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου