Σκηνοθεσία: Μαϊγουέν
Παίζουν: Καρίν Βιάρ, Τζοεύ Σταρ, Μαρίνα Φουά, Νικολά Ντεβουσέλ, Εμανουέλ Μπερκό, Φρεντερίκ Πιερό, Ζερεμί Ελκαίμ
Διάρκεια: 127’
2011
Πού πήγε εκείνο
το παλιό κοινό αίσθημα ενάντια στην αστυνομία; Τότε που όλοι φώναζαν «μπάτσο» τον
αστυνομικό πίσω από την πλάτη του στο δρόμο, τότε που η λέξη αυτή με όλο της το
στόμφο και την οργισμένη εκφορά στηλίτευε το αυθαίρετο και βάναυσο της εξουσίας;
Σήμερα όλοι, ανάμεσά τους και εγώ, βλέπουν μανιωδώς το CSI και το NCIS, το Law and Order ή το Bones και χίλιες δυο άλλες σειρές που διηγούνται τα ανδραγαθήματα αστυνομικών
μονάδων. Τι έχει άραγε συμβεί;
Η άνθιση της
αστυνομικής λογοτεχνίας και του κινηματογράφου εντοπίζεται στα
χρόνια του μεσοπολέμου στην Αμερική, με τα πρωτοπόρα νουάρ μυθιστορήματα ή σενάρια του
Ντάσιελ Χάμετ και του Ρέημοντ Τσάντλερ. Μάλιστα, αν και με κάποια καθυστέρηση, θα τα χαιρετούσαν και οι ίδιοι οι κριτικοί, βλέποντας σε αυτά μια από τις σύγχρονες συνέχειες του μεσαιωνικού ιπποτικού
μυθιστορήματος.
Ρομαντικοί και έκπτωτοι, οι ιδιωτικοί ντεντέκτιβ του νουάρ
αλέθονταν ανάμεσα στις πέτρες της κρατικής διαφθοράς και του άνομου υποκόσμου.
Και στραπατσαρισμένοι από τα χτυπήματα τόσο των γκάγκστερ όσο και των σάπιων
διευθυντών της αστυνομίας, εξέφραζαν το φόβο των κατοίκων των πόλεων που τα
αλλεπάλληλα κύματα της αστυφιλίας τις μετέτρεπαν σε απρόσωπες γιγαντιαίες
μητροπόλεις, με τη ζωή να γίνεται περίπλοκη και ανθρωποφάγα.
Όμως οι
ήρωες εκείνοι δεν ανήκανε στο σύστημα. Τους είχαν πάρει το σήμα για κάποια μικρή τους
ανταρσία, συχνά ήταν σημαδεμένοι από την αναπηρία και πάντα σχεδόν στις φλέβες
τους έρρεε αλκοόλ αντί για αίμα, καθώς διέσχιζαν τα μοναχικά σοκάκια των
προσωπικών τους αξιών.
Αντίθετα, τα τωρινά και μακρινά ξαδέρφια τους, αυτά των τηλεοπτικών
σειρών, λάμπουν και χαμογελούν, δεν είναι απόκληροι, μα διορισμένοι απόφοιτοι
του Χάρβαρντ και του Γέιλ, ενώ το ίδιο το σύστημα τους προμηθεύει με τα υπερσύγχρονα
εργαστήρια όπου θα τελέσουν τα εγκληματολογικά τους μαγικά.
Μια τρίχα αρκεί!
Για να βρεθεί το dna, να
γίνουν οι τοξικολογικές εξετάσεις, να ξετυλιχθεί ο μίτος του εγκλήματος και ο
φόβος του θανάτου να απομακρυνθεί από εμάς τους θεατές – δυστυχώς όχι πολύ, μα μια τρίχα απόσταση.
Είναι ευημερούσες οι κοινωνίες μας και αρκούντως ασφαλείς, μα ταυτόχρονα
ρευστές και αβέβαιες. Και από πάνω τους σαν σύννεφο υπερίπτανται πάντα υπαρξιακές
αγωνίες, δίχως να έχει κανείς κατάλληλες μεταφυσικές απαντήσεις.
Έτσι, με αδημονία παρακολουθούμε τους αστυνομικούς να πληκτρολογούν στα λάπτοπ
τους και να ταχυδακτυλουργούν στους δοκιμαστικούς σωλήνες, ελπίζοντας πως μια
μέρα δε θα συλλάβουν μόνο το δολοφόνο, αλλά και τον ίδιο το θάνατο.
Η ταινία μας
ομοιάζει με τις σειρές αυτές ως φόρμα και ως δομή, αν και αποκλίνει ως
περιεχόμενο. Είναι σπονδυλωτή και στιγμιοτυπική, όμως δεν ενδιαφέρεται τόσο για την τεχνολογικη επίλυση των γρίφων του εγκλήματος, όσο διερωτάται για το ηθικό περιεχόμενο της διάπραξής του, δηλαδή τον πιο μεγάλο όλων γρίφο.
Παρακολουθεί την καθημερινότητα και τη δράση μιας ομάδας Προστασίας Ανηλίκων σε κάποιο αστυνομικό τμήμα του Παρισιού. Οι περισσότερες υποθέσεις που αντιμετωπίζει αφορούν περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και εφήβων. Δύσκολες υποθέσεις, ιδίως όταν ένα παιδάκι δηλώνει αμφίσημα πως «ο μπαμπάς μου με αγαπάει πολύ», θέτοντας στο μικροσκόπιο αιώνες πατρικής αγάπης.
Παρακολουθεί την καθημερινότητα και τη δράση μιας ομάδας Προστασίας Ανηλίκων σε κάποιο αστυνομικό τμήμα του Παρισιού. Οι περισσότερες υποθέσεις που αντιμετωπίζει αφορούν περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και εφήβων. Δύσκολες υποθέσεις, ιδίως όταν ένα παιδάκι δηλώνει αμφίσημα πως «ο μπαμπάς μου με αγαπάει πολύ», θέτοντας στο μικροσκόπιο αιώνες πατρικής αγάπης.
Τι κάνεις με μια
τέτοια φράση; Πώς μπαίνουν και πώς βγαίνουν τα εισαγωγικά από τη λέξη αγάπη;
Το όριο που
χωρίζει – και ταυτόχρονα καθορίζει – το επιτρεπτό από το μη επιτρεπτό θολώνει
πολύ σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Μια μητέρα θα σοκάρει τους αστυνομικούς λέγοντας
με κάθε φυσικότητα πως τα βράδια «φιλάει το πουλάκι» των παιδιών της, ώστε αυτά να
κοιμηθούνε ήσυχα. Και όμως, αν δεν το ξέρετε αγαπητοί μου αναγνώστες, αυτή η πρακτική ήταν
πολύ διαδεδομένη σε άλλους αιώνες – υπήρξαν μάλιστα δόκιμα και χιλιοδιαβασμένα εγχειρίδια
για γκουβερνάντες που τη συστήνανε δίχως επιφυλάξεις.
Ένα κορίτσι θα
σοκάρει επίσης τους αστυνομικούς δηλώνοντας πως ό,τι αυτοί αποκαλούν «έκκλητη
σεξουαλική συμπεριφορά» της, δεν είναι τίποτε άλλο από ό,τι κάνει κάθε νέος
της εποχής μας. Και πάλι ας το σκεφτούμε: παλιότερα, πρακτικές όπως η διατήρηση
της παρθενίας σε μεγάλη ηλικία θεωρούνταν δείγμα αρετής που σύσσωμη η κοινωνία
επικροτούσε. Και όμως, πλέον η ψυχανάλυση στην ίδια αυτή την πρακτική εντοπίζει τη μήτρα μύριων όσων
προβλημάτων, με την απώλεια του υμένα να χαιρετίζεται με μεγάλη ανακούφιση από γνωστούς
και φίλους.
Σε άλλη, τέλος,
υπόθεση, ένας άντρας που κατηγορείται για ασέλγεια προς την κόρη του θα κληθεί
να καταθέσει τις φαντασιώσεις του. Θα αντερωτήσει τους αστυνομικούς ποιές είναι
οι δικές τους. Δε θα λάβει άλλη απάντηση, παρά μόνο πως αυτοί είναι που βρίσκονται στη
θέση εκείνου που τελεί τις ερωτήσεις.
Και εν
τέλει αυτό είναι το ζήτημα: πως η σεξουαλικότητα αποτελεί κάτι ρευστό. Είναι πράξεις και πεποιθήσεις, είναι
παραστάσεις γεμάτες νόημα που ντύνουνε μια βασική βιολογική
ανάγκη. Και ανάλογα από τη σκοπιά, την εποχή και την κουλτούρα που κανείς την αντικρίζει,
διαφορετικά τη σταθμίζει, την επικροτεί ή την καταδικάζει.
Η ταινία έξυπνα αναδεικνύει
την ασάφεια αυτή, ψηλαφεί το διαρκώς μετακινούμενο αυτό όριο. Σταδιακά θα χτίσει
τις προσωπογραφίες των ηρώων αστυνομικών δείχνοντάς μας εικόνες της προσωπικής
τους ζωής. Άραγε πότε κάποιος αποκλίνει από ό,τι θεωρούμε ως φυσιολογικό εκάστοτε;
Σε κάποια σκηνή ένας από τους αστυνομικούς κάνει μπάνιο στη μικρή του κόρη και
ασυνείδητα διερωτόμαστε αν υπάρχουν ίχνη παιδεραστίας μπροστά μας, αν η ταινία
ετοιμάζεται για τη μεγάλη ανατροπή όπου ο υπερασπιστής θα αποκαλυφθεί πως είναι
θύτης, αν υπάρχει μια κλίμακα βαθμών παιδεραστίας και τι βαθμό παίρνει κανείς αν
πλένει το κωλαράκι του παιδιού του με το σφουγγαράκι.
Έτσι, μεγάλη
αρετή της ταινίας γίνεται το πως δεν αποτελεί μια ευθεία εξιστόρηση του
ηρωισμού και της αυτοθυσίας κάποιων αστυνομικών. Δε μοιάζει με πληρωμένη
παραγωγή κάποιου υπουργείου Δημόσιας Τάξης, αλλά για μια ταινία που έμμεσα φανερώνει πως η δουλειά της αστυνομίας μόνο «αντικειμενική» δεν είναι.
Δεν αφορά την εφαρμογή
κάποιων αιώνιων νόμων και τη σύλληψη των εσαεί αντίστοιχων «κακών», μα κυριότερα, αφορά τις πρακτικές εκείνες που κάθε φορά βαφτίζουνε κάτι ως το «κακό».
Ταυτόχρονα, πέρα
από τις υποθέσεις ασέλγειας, θα ανακύψουν και υποθέσεις επαιτείας ή αμέλειας. Οι
αστυνομικοί μας, άλλοι ιδεαλιστές και άλλοι απλώς γραφειοκράτες, με τη συνοδεία
των γαλλικών ΜΑΤ θα αποπειραθούν να επέμβουν. Όμως ξέρουμε χάρη στον
«Όλιβερ Τουίστ» του Ντίκενς και το «Χωρίς Οικογένεια» του Μαλό – και το γνωρίζει
και η ίδια η ταινία – πως τα βαθιά κοινωνικά προβλήματα που τόσο συχνά διαλύουν
τις παιδικές ζωές, δε λύθηκαν ποτέ με τις καλές προθέσεις ή με το σιδερένιο
χέρι του νόμου.
Το Polisse θυμίζει ως φόρμα τις αγαπημένες μας
σειρές και ως περιεχόμενο τα αγαπημένα μας νουάρ. Στις σειρές, οι ήρωες
εφαρμόζουν το νόμο. Στα νουάρ οι ήρωες αναζητούν τη δικαιοσύνη. Οι ήρωες του Polisse είναι διχασμένοι.
Πολλοί από τους
αστυνομικούς του θα περπατήσουνε νύχτα στα κακόφημα σοκάκια και κάποιοι από
αυτούς θα κουβαλούν εσωτερικά τραύματα αντίστοιχα με εκείνα των παιδιών. Ενίοτε ίσως και να μοιάζει το Polisse με
πληρωμένη παραγωγή κάποιου Υπουργείου. Άλλες όμως πάλι φορές επιδιώκει να
υπερασπιστεί ηρωικά κάποιες από τις αξίες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, που η Ευρώπη διαρκώς επικαλείται, την ίδια στιγμή που στα σκουπίδια τις πετά, μαζί με ανθρώπους, μεγάλους και παιδιά
Και άλλες τέλος φορές, τις
δυνατότερες, – συνειδητά ή ασυνείδητα – η ταινία φωτίζει την άγρια σκοτεινιά εκείνη
που κάποιοι τη βαφτίζουνε «νόμο και τάξη», αυτό το ρητορικό φετίχ της εποχής
μας που αποκρύπτει πως οι νόμοι έχουν πάντα για θεμέλιο μια αρχική, αυθαίρετη
και βίαιη στιγμή. Ένα θεμέλιο που μεταβάλλεται από εποχή σε εποχή. Ένα θεμέλιο που αν το αντίκρυζαν κατάματα ο κάθε Γκρίσομ ή ο κάθε Γκιμπς, μάλλον θα τους μετέτρεπε σε μισότρελους και αλκοολικούς Μάρλλοουζ και Σπέιντς.
Κλείνοντας επιλογικά
αυτό το εκτεταμένο, ξαναζεσταμένο και μετέωρο κείμενο, βρήκα στο Polisse μια τίμια ταινία, ζεστή και
ανθρώπινη, που ισορροπεί ανάμεσα στο χιούμορ και το δράμα, με έξυπνους
διαλόγους, μια ταινία που μου άρεσε πολύ περισσότερο από όσο φανταζόμουνα,
εμένα, που βλέπω αστυνομικά, ενώ γενικώς δε μου αρέσουνε οι πολιτσμάνοι...
Αξιολόγηση: * * * (3)
Δημήτρης Δρένος
δημοσιεύθηκε συντομευμένο στο Φιλμ Νουάρ, 20/12/2012
Δημήτρης Δρένος
δημοσιεύθηκε συντομευμένο στο Φιλμ Νουάρ, 20/12/2012