Σκηνοθεσία: Μπαχμάν Γκομπαντί
Παίζουν: Νεγκάρ Σαγκαχί, Ασκάν Κοσανεχάντ, Χάμεντ Μπεχνταντ, Μπαχμάν Αρνταλάν
Διάρκεια: 106’
2009
Παραδείγματος χάριν, καμωνόμαστε πως γνωρίζουμε γιατί έκλαψαν οι Βορειοκορεάτες στην κηδεία του Κιμ Γιονγκ Ιλ (τους πλήρωσαν; τους περίμενε ο βούρδουλας;) ενώ την ίδια στιγμή μεμφόμαστε το καθεστώς γιατί δεν επέτρεπε καμία πληροφόρηση να φθάσει ως εμάς, ώστε να γνωρίζουμε.
Και ταυτόχρονα ξεχνούμε. Ξεχνούμε τα ποτάμια δακρύων που χύνονται για έναν αποθανόντα πάπα ή για κάποια λαίδη Νταϊάνα. Ξεχνούμε τα οικεία μας θεοκρατικά παραληρήματα ενάντια στις ηλεκτρονικές ταυτότητες του σατανά ή τις εθνικιστικές ακρότητες του 1991, όταν μαθητές του δημοτικού εμείς, μας στέλνανε επισήμως στα συλλαλητήρια για να φωνάξουμε «τσεκούρι και φωτιά / στα γυφτοσκοπιανά σκυλιά»…
Ας το πάρουμε απόφαση. Δε γνωρίζουμε όλες τις χώρες του κόσμου – δεν έχουμε βρεθεί ούτε ένα δευτερόλεπτο εκεί, δεν ξέρουμε να προφέρουμε ούτε μια λέξη των γλωσσών τους. Η παγκόσμια πολιτική είναι αχανής όπως και το τοπίο των κρατών. Και είναι αποτελέσματα πολυπαραγοντικά: είναι οι επιταγές της Realpolitik, είναι οι πολιτισμικές ιδιοτυπίες, είναι τα διαφορετικά αγγίγματα της Ιστορίας.
Υπάρχουν βέβαια τα ερμηνευτικά σχήματα – προσωπικά προτιμώ να διαλέγω το ταξικό. Ωστόσο δε με διαφωτίζει εν προκειμένω, γιατί για το μοντέρνο Ιράν γνωρίζω ό,τι ξεφύλλισα μόλις σήμερα. Και θέλω να κινηθώ χωρίς στερεότυπα, η ειδησιογραφία των τελευταίων ημερών για μια επέμβαση που σχεδιάζεται εναντίον του, πληθαίνει – και ξέρουμε πλέον καλά πως όταν ακούς για δικαιώματα και ελευθερίες ή όταν ακούς πως κυβερνά ένας τρελός ηγέτης (θεέ μου, τι σύμπτωση, οι εχθροί μας πάντα αποδεικνύονται τρελοί), καλύτερα να περιμένεις βόμβες.
Νομίζουμε πως ξέρουμε λοιπόν, όμως εγώ με το συγκεκριμένο φιλμ έμαθα και είδα πως η Τεχεράνη είναι ολόιδια η Αθήνα και έχει πιο όμορφο μετρό. Και πως τους δρόμους της κυκλοφορούν παρόμοιες φυλές με εδώ: hipsters, κοσμοπολίτες με ντύσιμο ακριβό.
Το θέμα της ταινίας είναι η σχεδόν ντοκυμαντερίστική καταγραφή των προσπαθειών που καταβάλουν οι πάμπολλες νεανικές μπάντες της Τεχεράνης να καταξιωθούν και να αποφύγουν ταυτόχρονα την ασφυκτική θεοκρατική πολιτική για τα πολιτιστικά ζητήματα. Ωστόσο αν και οι προθέσεις του σκηνοθέτη είναι ευκρινείς και κεκαλυμμένα καταγγελτικές, η ταινία σε διάφορα σημεία εμφανίζει ρωγμές από όπου ξεπροβάλουν οι αντίρροπες τάσεις του περίπλοκου ιρανικού σύμπαντος.
Πολλά από τα συγκροτήματα δεν έχουν πολιτικούς στίχους, όχι επειδή δεν τους επιτρέπεται αλλά επειδή δε νιώθουν την ανάγκη. Κάποια παιδιά θέλουν να φύγουν στην Ευρώπη επειδή ασφυκτιούν μα άλλα δεν το διανοούνται καν. Η ηρωίδα, απελευθερωμένη κοπέλα, δεν αποχωρίζεται ποτέ της τη μαντίλα της (και αυτή είναι μια μεγάλη και εν πολλοίς άγνωστη σημειολογία για εμάς, το νόημα που φέρει η μαντίλα, ανάλογα με τη χώρα, την ηλικία και τη συνθήκη, νόημα που μπορεί να την μετατρέψει από φυλακή έως κόσμημα περίτεχνο). Η επαναστατικότητα των παράνομων πάρτυ που διεξάγουν οι νεαροί Ιρανοί εξαντλείται στο κοινό μαστούρωμα.
Και από την άλλη, οι στίχοι ενός χιπ χοπ κομματιού που ακούγεται θα μπορούσαν να έχουν γραφεί από τους Active Member. Άραγε εμείς εδώ στις καλές μας χώρες φαντασιωνόμαστε την καταπίεση ή αυτή είναι παρεμφερής στις μητροπόλεις του Παπαδήμου, του Ομπάμα και του Αχμαντινετζάντ;
Φυσικά και στο Ιράν υπάρχει η λογοκρισία (μα και στον ευαγγελικό νότο της Αμερικής καίνε τα βιβλία του Δαρβίνου). Φυσικά και υπάρχει η παράλογη «ηθική» αστυνομία (μα εδώ δε διαμαρτυρόμαστε που το κράτος δε διαπαιδαγωγεί ηθικά;) Οι προσπάθειες των παιδιών να τους ξεφύγουν άλλοτε είναι κωμικές και άλλοτε γεμάτες ένταση και κίνδυνο.
Αρωγός τους σε αυτές θα είναι ένας μεσάζων που όλα τα σφάζει και όλα τα μαχαιρώνει: διακινεί χολυγουντιανά dvd, διοργανώνει συναυλίες σε στάβλους και ταράτσες, διασφαλίζει παράνομα διαβατήρια και βίζες (το κοστολόγιο της παγκόσμιας γεωπολιτικής: διαβατήριο για Αφγανιστάν: 500$, για Ευρώπη: 11.000$, για Αμερική: 21.000 $).
Τον ερμηνεύει καταπληκτικά ο Hamed Behdad, σε ένα ρόλο που ενσαρκώνει όλες τις αντιφάσεις του ιρανικού συστήματος, ιδίως όταν καλείται να απολογηθεί μπροστά σε έναν αόρατο σε εμάς τους θεατές, ανακριτή. (οι «κλειστές» κοινωνίες έχουν τους μεσάζοντες, οι «ανοιχτές» έχουν τα golden boys…)
Όπως και να έχει, η ταινία με την υπέροχη φωτογραφία της αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα διατομή της ιρανικής κοινωνίας. Έχει τη φρεσκάδα αλλά και την αφέλεια των 3 ακόρντων του ακέραιου ροκ, που από τον Γούντι Γκάθρι έως τους MC5 ελπίσαμε πως θα άλλαζε τον κόσμο. Και που δεν τον άλλαξε, γαμώτο μα και ευτυχώς, γιατί ο κόσμος αποδεικνύεται πολύ πιο περίπλοκος από αυτό.
Και είναι γεμάτη με πανέμορφα τραγούδια που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ειδών. Απηχεί το Buena Vista Social Club και κομίζει θησαυρούς αντίστοιχους με τα ethiopiques και τους Dengue Fever.
Αποτελεί μια εύγεστη εθνογραφική μπουκιά.
Και αποτέλεσε την αιτία μεγάλου καβγά μεταξύ του Γκομπαντί και του Κιαροστάμι για το κατά πόσο το Ιράν είναι ένα ιδανικό μέρος για σινεμά.
Γιατί όλα είναι πολιτική. Λίγο ή πολύ.
που φίλησε το χέρι του αφεντικού του
θα είναι ξύπνιος ως το πρωί…
…απόψε ένα παιδί
που κάπνισε το πρώτο του τσιγάρο
θα είναι ξύπνιο ως το πρωί…”
Δημήτρης Δρένος
δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 19/1/2012