Σκηνοθεσία: Αντρέας Ντρέσεν
Παίζουν: Ούρσουλα Βέρνερ, Χορστ Ρέμπεργκ, Χορστ Βέστφαλ
Διάρκεια: 98’
2008
«Ξέρεις πως πηδάει
ένας ογδοντάχρονος;»
«Πώς;»
«Αυτή κάθεται στο κεφάλι και αυτός της τον βάζει από πάνω»
«Πώς;»
«Αυτή κάθεται στο κεφάλι και αυτός της τον βάζει από πάνω»
Τα ανέκδοτα τα λέμε για να διασκεδάσουμε. Για την ακρίβεια,
για να διασκεδάσουμε το φόβο.
Μπορεί να γελάει ενώ το διηγείται ο 76χρονος Καρλ, ωστόσο
φοβάται τη στιγμή που το γεννητικό του όργανο δε θα έλκεται άλλο από την
επιθυμία, μα από τη βαρύτητα, δίνοντας τέλος στις εποχές της σφριγηλότητας.
Μπορεί να γελάει που το ακούει και η σχεδόν συνομήλική του
Ίνγκε, όμως στο βάθος γελά με ταραχή, φοβάται, γιατί μόλις πιο πριν έκαναν
έρωτα με πάθος και αυτή απάτησε το σύζυγό της, επίσης συνομήλικο.
Λένε τέτοια ανέκδοτα; Κάνουν τέτοια πράγματα οι άνθρωποι της
«τρίτης ηλικίας»;
Η φράση «τρίτη ηλικία» θυμίζει τη φράση «τρίτος κόσμος» που
απευθύνει η ισχυρή Δύση σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, υπονοώντας και εμπεδώνοντας
στον επιθετικό προσδιορισμό της, την καχεξία, την εξάρτηση, την ανημποριά της
συντριπτικής πλειοψηφίας του παγκόσμιου πληθυσμού. Μια φράση που μόνο
αξιολογικά ουδέτερη δεν είναι, που προσδιορίζει και ομαδοποιεί χαρακτηριστικά
ερήμην, που τσουβαλιάζει ό,τι δε μοιάζει
σε Εμάς σε ένα τσουβάλι για να το παραλάβουν οι φιλάνθρωποι – και οι εκμεταλλευτές.
Αντίστοιχα, η φράση «τρίτη ηλικία» το ίδιο στίγμα κρύβει και
αποδίδει, πίσω από το φαινομενικό της σεβασμό. Σε έναν πολιτισμό εμμονικό με τη
νεότητα και την ομορφιά, η φράση αυτή, ενώ στην επιφάνεια σέβεται τις
διακηρύξεις περί αυταξίας κάθε ανθρώπου, ταυτόχρονα και πιο βαθιά, διαμορφώνει
ένα βολικό περιθώριο, γεμάτο γηροκομεία και υποτίμηση, όπου θάβονται ζωντανοί
και ξεχνιούνται αυτοί που πια δε νοούνται παραγωγικοί, στην εργασία ή την τεκνοποίηση.
Επιπλέον, αν κάποτε η σεξουαλική επανάσταση θέλησε να
απελευθερώσει – και λίγο το πέτυχε, μάλλον πρόσδεσε ακόμα περισσότερο ό,τι
νοούμε ως «σεξουαλικότητα» στα δεσμά του καταναλωτισμού και των εξουσιαστικών
σχέσεων – ακόμα και στις ειλικρινείς της προσπάθειες, υπήρξε μια ιστορία για
όμορφα και νεανικά κορμιά.
Έτσι, αν η ταινία μας σε ένα πρώτο επίπεδο είναι μια
συνηθισμένη και λίγο τραγική ερωτική ιστορία, σε ένα δεύτερο, διαλέγοντας για
ήρωες ανθρώπους ευάλωτους και με φθαρμένη σάρκα, γίνεται ρηξικέλευθη. Δε
φείδεται του γυμνού (και είναι
εντυπωσιακό το πόσο σοκάρει αρχικά το φυσικό σώμα!) και το πλαισιώνει
απέριττα. Δεν έχει μουσική υπόκρουση αλλά φυσικούς ήχους.
Μια καφετιέρα που το
γουργουρητό της προοιωνίζεται μικρές απολαύσεις, ένα ρολόι που μετρά τον
αδυσώπητο χρόνο, ένα τρένο που χαράζει διαδρομές μονότονες, κάθε μέρα
απαράλλακτα ίδιες, που μεταφέρει ανθρώπους που ζήσανε μηχανικές ζωές και τώρα
οδηγούνται στις τελευταίες αποβάθρες.
Η ταινία είναι ήσυχη μα ταυτόχρονα φωνάζει, φωνάζει πως το
σώμα μας δεν έχει ανάγκη. Τα κύτταρά του δε μένουνε στην εξωτερική εμφάνιση του
επιθηλιακού ιστού ούτε στις πολιτισμικές κατασκευές της ομορφιάς που θέλει μόνο
νεαρά ζευγάρια, στιλπνά και άσπιλα, να ερωτοτροπούν. Τα κύτταρα εμφορούνται από
επιθυμία, διακηρύσσουνε το δικαίωμα στον έρωτα και στο αξιέραστο της κάθε
ηλικίας, διεκδικούν τη συμμετοχή στην κοινωνία είτε αυτή αφορά το χάδι και τη
σύνδεση δυο ανθρώπων είτε τη γενικότερη απόδραση από το περιθώριο.
Έτσι, σε μια εποχή όπου οι ελίτ δε σταματούν να κηρύσσουν αλλεπάλληλα
ολόκληρες μερίδες πληθυσμού περιττές (μετανάστες, άνεργοι, ηλικιωμένοι), οι
ήρωές μας – πέρα και μέσα από τα δράματα που κρύβει κάθε ερωτική ιστορία – τις φωνάζουν
«άντε και γαμηθείτε!»
Αξιολογήση: * * * (3)
Δημήτρης Δρένος
δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 10/5/2012
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου