Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ (BIR ZAMANLAR ANADOLU'DA / ONCE UPON A TIME IN ANATOLIA)

Σκηνοθεσία: Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν
Παίζουν: Μοχάμετ Ουζουνέρ, Γιλμάζ Ερντογάν, Τανέρ Μπισρέλ, Αχμέτ Μουμτάζ Ταϋλάν, Φυράτ Τανίς
Διάκεια
: 150’
2011

Μέσα στη κρύα νύχτα, στις ερημιές και τα μυστηριακά τοπία της Ανατολίας, μια κουστωδία ανθρώπων αναζητεί «εκείνο το φουντωτό δέντρο» που στις ρίζες του κείτεται ένα δολοφονημένο σώμα. Όμως η νύχτα έχει σκιές και θροΐσματα, στη λάμψη ενός κεραυνού ένας βράχος μοιάζει με σμιλεμένο πρόσωπο, στο φως του φεγγαριού ένα ξερό δέντρο μοιάζει με γέρο άνθρωπο, και ύστερα, στο μαύρο του σκοταδιού, το τοπίο παύει να είναι όραση και γίνεται αρμαθιά από ήχους.

Λόφοι και άλλοι λόφοι. Υποκίτρινα αργιλώδεις ή βαθιά πράσινοι από το χορταράκι. Στο φως των φακών και των προβολέων το τοπίο μοιάζει με πρόσωπο σκαμμένο, μια ρυτίδα εδώ ένα ποταμάκι εκεί σαν δάκρυα που κυλούν. Άγριο πρόσωπο, απρόσιτη Ανατολία, ο ψυχρός άνεμος παραδέρνει τα σπαρτά της σα να ήταν αχτένιστα μαλλιά. Πρόσωπο γεμάτο σημάδια: μια γέφυρα, μια απότομη πλαγιά, δέντρα φουντωτά και τόσο όμοια.

Η φύση κρύβει το σώμα από τους ανθρώπους στα βαθιά της εδάφη. Και αυτοί κάθε τόσο σταματούν να κάνουν ένα τσιγάρο. Ένας γιατρός, ένας αστυνομικός επιθεωρητής, ένας εισαγγελέας, ένας δολοφόνος. Σφίγγουν τα κασκόλ, ανοίγουν τα ματιά και άξαφνα βρίσκονται ριγμένοι στα φαινόμενα της ύπαρξης. Πριν καν προλάβουν να σκεφθούν, μια ριπή του ανέμου, ένας ήχος, μια οπτική αυταπάτη τους έχει κλειδώσει στη μαγγανεία του να-είσαι-στον-Κόσμο.

Και τότε αρχίζουν να μιλούν – γιατί πάνω τους πέφτει βαριά η σκιά του θανάτου. Μιλούν με το λόγο τον καθημερινό: μια ιστορία, ένα ανέκδοτο – απόπειρες να κοινωνήσουν από το κοινό σύμπαν της συνύπαρξης που κάνει τη ζωή να φαίνεται οικεία. Σύντομα όμως ο διάλογος απορροφάται από εσωτερικούς μονολόγους. Ο θάνατος, το πιο βαρύ σημείο στίξης της βιογραφίας μας, επιτάσσει βαθύ αναλογισμό στο απώτερο παρελθόν και στο απώτατο μέλλον.

Πολύ βάρος για να το ανθέξει ένας άνθρωπος μία μόνο νύχτα. Το καραβάνι των ηρώων θα ψάξει καταφύγιο και ξεκούραση σε ένα χωριό που ερημώνει. Ο γέρος κοινοτάρχης θα τους φιλοξενήσει, θα τους ζητήσει βοήθεια και χρηματοδότηση ώστε να φτιάξει όμορφο νεκροστάσιο, να προλαβαίνουν οι ξενιτεμένοι γιοι και κόρες να προσκυνούν τους προγονούς τους. Η φύση φύλαξε το σώμα και η μικρή κοινότητα θέλει να το φροντίσει.

Είμαστε πλέον στα δυο τρίτα της ταινίας και ξεκινά ιστορία με νεράιδες. Στο φως των κεριών η πανέμορφη κόρη του, άσπιλη και σιωπηλή, σερβίρει το τσάι σε δικαίους και αδίκους. Αν για τον Χάιντεγκερ, ο άνθρωπος είναι τα εργαλεία του με τα οποία εκφράζει τις προθέσεις του στον κόσμο ή χτίζει μια καλύβα στην έρημη καρδιά του δάσους (ή και ξεθάβει ένα πτώμα), για τον Λεβινάς, ο άνθρωπος είναι το φλιτζάνι και το κουτάλι. Το καλωσόρισμα, η ζεστασιά, το άφημα στον άλλον. Τα βλέφαρα των ηρώων θα βαρύνουν, ο δολοφόνος θα ονειρευτεί τον νεκρό, έξω θα λυσσομανήσει η καταιγίδα.

…και τελικά θα φθάσει το πρωί. Η αυγή μαζί με το φως φέρνει μαζί της και τον «καθαρό Λόγο». Το σώμα θα βρεθεί και θα πάρει το δρόμο για την κωμόπολη, για το τραπέζι του ιατροδικαστή. Η φύση το φύλαξε, η κοινότητα το φρόντισε και τώρα η γραφειοκρατία θα το ανατέμει.

Θα πρέπει να συμπληρωθεί μια έκθεση. Το σώμα άνηκε σε άντρα. Το σώμα εκτιμάται στα τόσα με τόσα εκατοστά. Το σώμα εκτιμάται στα τόσα με τόσα κιλά. Το σώμα θα πρέπει να ανοιχθεί, να γίνει ένα σύννεφο από εκτιμήσεις και εικασίες.

Με το βάρος μιας άγρυπνης νύχτας, με το ονειρώδες φορτίο μιας γεμάτης μέρας που ξεκινά, ο γιατρός θα βαδίσει στο παράθυρο. Με το πρόσωπο γεμάτο από τα υγρά της κοιλίας και των φλεβών, με τα μάτια στυλωμένα, στιλβωμένα θα κοιτάξει στην αυλή του σχολείου τα παιδιά να παίζουν. Οι τίτλοι πέφτουν, ακούγονται οι φωνές των παιδιών, ακούγονται οι αντιστάσεις των ιστών στο ιατρικό μαχαίρι, η νεκροψία του νεκρού και οι όψεις του κόσμου θα συνεχίζονται επ΄ άπειρο.

Είδα την ταινία μια αντίστοιχα κρύα νύχτα, με τον αέρα να σφυρίζει στο παράθυρο, ως τις πρώτες πρωινές ώρες. Ήταν μαγευτική αυτή η νύχτα-κομψοτέχνημα, ανατολίτικο στολίδι του συνειδητού και του ασυνειδήτου. Από την οθόνη του μικρού υπολογιστή σταγόνα σταγόνα στάλαζε το βίωμα, έπεφτε στην παχιά φλοκάτη και ακουγόταν.


Αξιολόγηση: * * * * * (5)

Δημήτρης Δρένος

δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 26/1/2012

2 σχόλια:

  1. Χωρίς να έχω δει την ταινία, το κείμενό σου δημιουργεί πανέμορφες εικόνες στο νου μου... Ο Ceylan με είχε μαγέψει στους Τρεις Πιθηκους... Κάτι μου λέει πως το ίδιο θα συμβεί και με την ταινία αυτή...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα αναγραμματισμένε μαιτρ του τρόμου.

    Ήταν η πρώτη ταινία του Ceylan που είδα.. Όλο το ανέβαλα αν και ήμουν σίγουρος πως θα είναι σπουδαίος.

    Τη ταινία τη βρήκα καταπληκτική. Με μάγεψε - όπως το λες. Ίσως είναι η καλύτερη αναπαράσταση της νύχτας και των θαυμάτων της που έχω δει ποτέ στο σινεμά.
    Ή και του πρωινού.
    Και για την ακρίβεια, αυτής της αίσθηση του φωτός, της απουσίας του, του ψυχρού, του θερμού, του φωτός των κεριών, του ίσκιου,κτλ.

    Πέρα από όλα τα άλλα, τη θεωρώ ένα καταπληκτικό δοκίμιο πάνω στο πως το φως επενεργεί στη διάθεση του ανθρώπου, σε αυτό το "ξύπνημά" του στον κόσμο κάθε πρωί ή κάθε βράδυ.
    Κάτι που προϋπάρχει ως υπόστρωμα της ψυχολογίας ή της συνειδητής μας σκέψης.

    Να τη δεις οπωσδήποτε και να έχεις χρόνο χωρίς έγνοιες και άγχος. Κρατάει 2.5 ώρες και πρέπει να αφεθείς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή