
Και όμως πάντα το βάθος μας ελκύει, από τον αντίστροφο ίλιγγό του έλκουμε την καταγωγή μας. Στην παράξενη φιλοσοφία του Σέλλινγκ, το τίναγμα ενός σκοτεινού βυθού μας εξακοντίζει στην ύπαρξη ως ατομικότητες – ως πλανήτες σε μακρινές τροχιές, που ψυχόμαστε, πράττουμε το κακό ως επιβεβαίωση της ελεύθερης ατομικότητάς μας και πάντα νοσταλγούμε, νοσταλγούμε εμείς οι πλάνητες, την επιστροφή, αχ αυτή την Επιστροφή, σε μια αρχέγονη ενότητα, έναν ήλιο πυρακτωμένο, σε μια θέρμη όπου θα αφεθούμε και θα εκλείψουμε.
Οι ρίζες του φυτού ανασαλεύουν στο βυθό του βάζου δίπλα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, στο πρελούδιο της τραγωδίας του «Αντίχριστου», ενώ οι γερμανοί ρομαντικοί μιλούν για την ουτοπία της μελαγχολίας: πλησμονή για το ανέφικτο.
Κοσμογονίες: ένας θεολογικός λόγος που θέτει τη Φύση ως «εκκλησία του σατανά» και την εντοπίζει στη γυναίκα, τα έμμηνα και τις σκοτεινές παραφορές της. Και ένας ψυχαναλυτικός λόγος που θέλει να θεραπεύσει την καταστατική της έλλειψη.
Ο άνθρωπος είναι δευτεροφυσικός – με δεύτερη φύση του τον πολιτισμό. Όμως η τελετή του γάμου στο πρώτο μέρος της «Μελαγχολίας» αποτυγχάνει. Αποτυγχάνει η διαπραγμάτευση της πρώτης φύσης μας – αποτυγχάνει η συμβολική διαιώνιση του είδους.
Και άρχεται η κατακρήμνιση του Κόσμου: ένας κήπος, ένα γήπεδο γκολφ, μια Εδέμ των αστών, το αντίστροφο θέατρο της βιαιότητας του «Αντίχριστου», ένα θεωρείο για την ενατένιση του τέλους του ανθρώπινου κόσμου, όπου δυο γυναίκες και ένα παιδί, με λίγα κλαδάκια και ένα συρματάκι, αρθρώνουν την τελευταία συμβολική κατασκευή του είδους, αναμένοντας τη σύγκρουση με τη Μελαγχολία, που μπορεί να είναι ένα ουράνιο σώμα αυτού του ανείπωτου και ανεξιχνίαστου σύμπαντος ή οι βαρυτικές δυνάμεις της ίδιας της ψυχής αυτού του ανείπωτου και ανεξιχνίαστου όντος, που το λέμε άνθρωπο.
Δρένος Δημήτρης
δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 22/9/2011