Σκηνοθεσία: Έντγκαρ Ράιτ
Παίζουν: Σάιμουν Πεγκ, Νικ Φροστ, Μάρτιν Φρίμαν, Ντέιβιντ Μπράντλει, Πιρς Μπρόσναν, Ρόσαμουντ Πάικ
Διάρκεια: 109’
2013
Το 1993-94, ο Κριστόφ Κιζλόφσκι
παραδίδει στο κοινό την περίφημη «Τριλογία των Τριών Χρωμάτων». Είκοσι χρόνια
μετά, ο Έντκαρ Ράιτ και ο Σάιμον Πεγκ ολοκληρώνουν τη δικιά τους, καλτ, Three Flavours Cornetto Trilogy. Δηλαδή την «Τριλογία
των Τριών Γεύσεων του Κορνέτο». Του παγωτού κορνέτο!
Αν στις ταινίες του Κιζλόφσκι δεσπόζουν
τα χρώματα της γαλλικής σημαίας – μπλε, λευκό, κόκκινο – συμβολίζοντας το
πρόταγμα της γαλλικής επανάστασης για ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα, στην
τριλογία του Κορνέτο δεσπόζουν σαρδόνια τα χρώματα από τη συσκευασία του
ομώνυμου παγωτού.
Κόκκινο για το νόστιμο πύραυλο με
γεύση φράουλα, αναφορά στα λουτρά αίματος που κατακλύζουν το κυριευμένο από
ζόμπι Λονδίνο στο Shawn of the Dead
(2004). Μπλε – το κλασικό κορνέτο – ως φόρος τιμής στο χρώμα της αστυνομικής
στολής στην παρωδία των αστυνομικών ταινιών, Hot Fuzz (2007). Και τέλος, το πράσινο, για το παγωτό με μέντα και
ολόκληρα κομματάκια σοκολάτας – αλλά και τη σημερινή ταινία μας, το «Τέλος του
Κόσμου» (2013) – που κατά κάποιον τρόπο (ποιον άραγε;) συμβολίζει την έλευση
των εξωγήινων και την επιστημονική φαντασία.
Και όχι. Δεν πρόκειται για κάποιο
φθηνό αστείο. Πίσω από το χρωματιστό περιτύλιγμα και την άμεση, γλυκιά και
δροσιστική γεύση της κωμωδίας, η τριλογία αυτή ανατέμνει με καυστική οξύτητα
την κοινωνία της Αγγλίας και όχι μόνο.
Στο Shawn of the Dead, άξαφνα οι καθημερινοί
άνθρωποι που συνωστίζονται στους δρόμους του Λονδίνου μετατρέπονται σε
ζωντανούς-νεκρούς. Μα προσέξτε. Ακόμα και πριν τη μεταλλαγή τους, και πάλι έτσι
μοιάζανε, όπως τους αποστερεί από κάθε ζωντάνια η επαναλαμβανόμενη ζωή της
άχαρης εργασίας και της υπαρξιακής διάψευσης.
Στο Hot Fuzz, εγκαταλείπουμε το
Λονδίνο για την επαρχιακή Αγγλία. Σε ένα χωριό της – «το καλύτερο χωριό της
χώρας», όπως το ανακηρύττουν οι διαγωνισμοί – ο υπερ-μπάτσος ήρωας θα
θρυμματίσει τη βιτρίνα της άψογης κοινότητας. Οι φιλήσυχοι και ευπρεπείς
νοικοκύρηδες, ψέλνοντας ύμνους υπέρ του «κοινού καλού» και ωθώντας τη λογική
του φιλοσοφικού ωφελιμισμού στα ύστατα άκρα της («το μέγιστο καλό και για το
μέγιστο αριθμό ατόμων» – και άραγε ως συνεπαγωγή, το μέγιστο κακό για τις
μειοψηφίες;), παραχώνουν σε ένα πηγάδι όποιον απειλεί την εικόνα της
ειδυλλιακότητας: τσιγγάνους, κλόουν του δρόμου, ακόμα και άτακτα παιδιά.
Και φθάνουμε στο «Τέλος του
Κόσμου», που αφορά τόσο το κυριολεκτικό τέλος του Κόσμου, αλλά και το όνομα
μιας παμπ, στην ξεχασμένη από τους πάντες κωμόπολη του Νιούτον Χάβεν. Η ιστορία
μας συμβαίνει «είκοσι έτη μετά». Μετά από τι; Από όταν ο Γκάρυ τελείωνε το
σχολείο, από όταν ήταν ο αρχηγός, ο βασιλιάς, ο γόης και ο μάγκας. Και κυρίως,
από όταν αυτός και οι τέσσερεις φίλοι του αποπειράθηκαν να διασχίσουν το «χρυσό
μίλι», δηλαδή να πιούνε σε όλες τις παμπ του Νιούτον Χάβεν καταλήγοντας στη
δωδέκατη και τελευταία, την παμπ «Το Τέλος του Κόσμου». Δεν τα κατάφεραν, ξεράσαν στα μισά.
Και τώρα ο Γκάρυ είναι ένας
αποτυχημένος σαραντάρης, αλκοολικός. Ψάχνει να μαζέψει τους φίλους του – που
έχουν διαπρέψει στο Λονδίνο (εκεί που ζουν τα ζόμπι…) – για να αποπειραθούν να
ολοκληρώσουν το «μίλι», να φθάσουν στη δωδέκατη. Γιατί καμιά φορά ο ψυχικός μας
κόσμος σκαλώνει σε κάτι ασήμαντο που όμως φαντάζει το σημαντικότερο πράγμα του
Κόσμου.
Αυτή τη φορά θα τα καταφέρουν. Όμως
ανοίγοντας την πόρτα της, θα ξεχυθεί το πραγματικό τέλος του Κόσμου. Γιατί
εξωγήινοι – αλά The Body Snatchers
(1956) – έχουν καταλάβει τα σώματα των ντόπιων, θέλοντας να κάνουνε λιγότερο
ατελή, δηλαδή λιγότερο σαν τον Γκάρυ, την ανθρωπότητα.
Και ίσως τελικά οι παμπ να είναι
οι πραγματικοί ήρωες της Τριλογίας του Κορνέτο. Τεμένη και παρατηρητήρια του
αγγλικού έθνους, της υπαίθρου και του άστεως, της πολιτικής ορθότητας και της
κοινωνικής υποκρισίας.
Μια υπέροχη ταινία ως επίλογος
μιας υπέροχης τριλογίας, που ουδεμία σχέση έχει με το υπέροχο παγωτό.
Αξιολόγηση: * * * * (4)
Δημήτρης Δρένος
δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 8/5/2014
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου