Σκηνοθεσία: Ούρσουλα Μέγιερ
Παίζουν: Κέισυ Μότετ Κλάιν, Λέα Σεϋντού, Μάρτιν Κόμπστον, Γκίλιαν Άντερσον
Διάρκεια: 97'
2012
Η παιδική ηλικία – όπως τόσα άλλα πράγματα που θεωρούμε αυθύπαρκτα και αυτονόητα
– είναι σε μεγάλο βαθμό μια κοινωνική κατασκευή. Για κάθε ενδεχομένως παχύσαρκο
δωδεκάχρονο παιδί του αναπτυγμένου κόσμου που στρογγυλοκάθεται στην τηλεόραση ή
παίζει ηλεκτρονικά με τις ώρες, υπάρχουν δέκα δωδεκάχρονα παιδιά σε άλλες
εποχές ή γωνιές του κόσμου που καθαρίζαν καπνοδόχους, υφαίνουν σε εργοστάσια ή
κρατούν αυτόματα σε αφρικανικούς εμφύλιους. Μέχρι το 17ο αιώνα η «παιδική
ηλικία» δε νοούνταν ούτε στην Ευρώπη. Το παιδί θεωρούνταν απλώς ως ένας μικρών
διαστάσεων ενήλικας, που φορούσε τα ρούχα τους κοντεμένα και μοιραζόταν τις
έγνοιες της σκληρής ζωής. Και αν εγκληματούσε σαν αυτούς, ομοίως το
καρατομούσαν ή το απαγχόνιζαν.
Ο δωδεκάχρονος ήρωας μας Σιμόν είναι έκπτωτος από τον παράδεισο της
παιδικής ηλικίας και ας ζει στην πλούσια Ελβετία. Αντιθέτως, μοιάζει ριγμένος σε
έναν παγωμένο και αφιλόξενο πλανήτη, έτσι που περιπλανάται κάθε πρωί με το
κράνος του, την κάσκα με τα γυαλιά, τη στολή με το χοντρό αντιανεμικό υλικό,
ενώ πίσω του ακούγονται απόκοσμοι ήχοι από βαριές μεταλλικές πόρτες που
κλείνουν. Ένας αστροναύτης μικρών διαστάσεων, που κάθε πρωί παίρνει από τους
πρόποδες το τελεφερίκ ώστε να ανέβει στην κορυφή του βουνού. Ο Σιμόν είναι ένας
κλέφτης μικρών διαστάσεων και στην κορυφή υπάρχει ένα πολυτελές σαλέ και
χιονοδρομικό κέντρο. Εκεί κάθε μέρα κλέβει από τους σάκους των τουριστών
τρόφιμα και από τις αποθήκες χιονοπέδιλα για να τα μεταπουλήσει. Είναι ένα
σπουργίτι μεγάλων διαστάσεων – τρέφεται από τα ψίχουλα που πέφτουν από τα
σάντουιτς σολομού. Είναι ένας Ρομπέν των Παιδιών, με αντίτιμο, καθώς
πεπαλαιώνει τεχνηέντως τα σύνεργα του σκι ώστε να μη φαίνονται κλεμμένα και τα
μεταπωλεί φθηνά.
Στη διάρκεια της ταινίας θα παρακολουθήσουμε πολλές φορές τη διαδρομή του
τελεφερίκ. Η υψομετρική διαφορά δεν είναι άλλο από το συμβολισμό της απόστασης
μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Στην κορυφή ζουν οι ανέμελες τάξεις, στους
πρόποδες η ζωή μυρίζει αλκοόλ, οι τοίχοι έχουν κιτρινισμένες ταπετσαρίες και
κάθε προοπτική διαψεύδεται την επόμενη στιγμή. Ταυτόχρονα, τα δυο σκηνικά της
ταινίας, οι πίστες του σκι και το μικρό διαμέρισμα σε κάποια εργατική κατοικία,
σηματοδοτούν και τη διάκριση μεταξύ «επαγγελματικού» και «προσωπικού». Στα
σπίτια τους τα παιδιά παίζουν. Όμως ο Σιμόν πρέπει να φροντίζει τη μεγάλη του
αδερφή. Είναι ορφανοί οι δυο τους και αυτή αν και στη δεκαετία των είκοσι,
καταρρέει πιο εύκολα και από παιδί.
Οι αρχές της δεύτερης πράξης του έργου εγκυμονούν μια μεγάλη σεναριακή
ανατροπή. Μια από αυτές τις συνθήκες που οι καθωσπρέπει τάξεις τις βρίσκουν
αρρωστημένες, όπως βρίσκουν τις μπότες με πλατφόρμες κιτς ή την ανάσα των
φτωχών να μυρίζει διαφορετικά. Μια συνθήκη δομική που καθιστά το Σιμόν δια
παντός εξόριστο από τη γλυκιά χώρα των παιδιών.
Ποια παιδική ηλικία; Σε όλη την ταινία κανείς δεν αντιμετωπίζει το Σιμόν
σαν παιδί. Και όταν για μια φορά νοιώσει όλο το απωθημένο της οικογενειακής
οικειότητας στο πρόσωπο μια πλούσιας κυρίας στο σαλέ, ο ίδιος αμήχανα θα φερθεί
ως ενήλικας, καθώς δεν ξέρει να παίζει το παιχνίδι του παιδιού.
Η ταινία διέπεται από μια ψυχρή
ατμόσφαιρα που μερικές φορές ανεβαίνει λίγους βαθμούς πάνω από το μηδέν για να
δημιουργήσει την ψευδαίσθηση θαλπωρής. Η σκηνοθετική ματιά μινιμαλιστικά δίνει
έμφαση στην φυσική αρχιτεκτονική των χώρων και στη μηχανική των ανυψωτικών
μηχανημάτων. Ο Σιμόν μετεωρίζεται πάνω από χιονισμένα τοπία και πάνω από
τεράστιους στύλους του ηλεκτρισμού, διανύοντας τα σημεία μιας απαρέγκλιτης
γεωμετρίας της κοινωνικής μοίρας. Μια γεωμετρία σύμφωνα με την οποία κάποιοι
είναι προορισμένοι να κινούνται πάνω, κάτω και εσαεί στις ίδιες ασύμπτωτες
ευθείες που δε φθάνουν πουθενά.
Ποια παιδική ηλικία, τέλος πάντων; Ακόμα και η ελληνική ή αγγλική απόδοση
του τίτλου αρνούνται το Σιμόν, φέρνοντας με νόημα στο προσκήνιο την αδερφή
του. Στα χνάρια των ταινιών του Κεν Λόουτς και των αδερφών Νταρντέν, η ταινία
της Ούρσουλα Μέγιερ με αριστοτεχνική δύναμη περιγράφει τους κόσμους της
ευμάρειας για τους λίγους, οπού δεν μπορεί να υπάρξει περίσσευμα αθωότητας για να
καρπίσουνε παιδιά.
Αξιολόγηση: * * * * (4)
Δημήτρης Δρένος
δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 25/10/2012