Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

ΑΛΜΠΕΡΤ ΝΟΜΠΣ (ALBERT NOBBS)

Σκηνοθεσία: Ροντρίγκο Γκαρσία
Παίζουν: Γκλεν Κλόουζ, Τζάνετ Μακ Τιρ, Μία Βασίκοβσκα, Μπρένταν Γκλίσον, Ααρόν Τζόνσον, Τζούντυ Ντόνοβαν
Διάρκεια: 113’
2011



Η ιστορία του Άλμπερτ Νομπς, αυτού του άντρα που δεν ήταν άντρας και ας είχε αντρικό όνομα, είναι μια χαμηλόφωνη ταινία, μια ιστορία δυστυχίας, απώθησης, θλίψης βαθιάς και καταπίεσης. Άλλωστε, έτσι είναι αυτές οι ιστορίες στην πραγματικότητα. Δεν είναι ηρωικές – είναι μπανάλ, συμβαίνουν, σβήνουν, χάνονται και σπάνια κάποιος το μαθαίνει.

Στα τέλη του 19ου αιώνα και στο φτωχό Δουβλίνο, σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο εργάζεται ως σερβιτόρος ένας σχεδόν νεκρικά ήσυχος και σιωπηλός άντρας. Στην πορεία θα μάθουμε, πως πίσω από τα αντρικά ρούχα κρύβεται το σώμα μιας γυναίκας που από μικρή ηλικία απαρνήθηκε την εύλογη γυναικεία της ταυτότητα.

Δεν είναι και τόσο παράξενο. Σε σκληρά πατριαρχικές και εκμεταλλευτικές κοινωνίες αυτό αποτελεί μια εξίσου εύλογη στρατηγική επιβίωσης. Βιασμένη ομαδικά στην εφηβεία και με το φάσμα του πτωχοκομείου να επικρέμεται, η «Άλμπερτ» φορά αντρικά ρούχα και γίνεται ο «Άλμπερτ» ώστε να επιβιώσει.

Τελικά δεν είναι η μόνη γυναίκα-ως-άντρας της ταινίας. Υπάρχει και άλλη, και η συνάντησή τους θα κινήσει την τραγική πλοκή και θα ξεδιπλώσει ριζικούς προβληματισμούς για τα πολιτικά των κοινωνικών τάξεων και του φύλου ως κοινωνικής κατασκευής.

Το ξενοδοχείο θα αποτελέσει το αφηγηματικό αλλά και συμβολικό επίκεντρο της ταινίας. Οι σερβιτόροι και οι υπηρέτριες μοιάζουν με νεκρές φύσεις ανάμεσα στο βαρύτιμο διάκοσμό του. Οι υποτελείς τάξεις, ακίνητες, κρατούνε ένα δίσκο, κρατάνε την ανάσα τους αναμένοντας να ικανοποιήσουν τα γούστα και τις ιδιοτροπίες των πελατών. Και ύστερα, εμφανίζονται οι αστείοι αστοί. Ζωντανεύουν το χώρο με τις ανοησίες και τον πανσεξουαλισμό τους. Έχουνε – ανάμεσα σε άλλα – και το προνόμιο της επιθυμίας.

Αυτό ακριβώς είναι που έχει χάσει ο Άλμπερτ. Η εξαθλίωση ορίζει το εύρος του τι μπορεί να ξεπουληθεί και ο Άλμπερτ έχει πουλήσει την ίδια την επιθυμία ώστε να επιβιώσει. Όταν τα βράδια κλείνεται στο δωμάτιό του, άδικα θα περιμένουμε να δούμε την εμφάνιση της «κρυμμένης γυναίκας» ή τον εορτασμό του «καινούριου άντρα». Το μόνο που θα δούμε είναι να σκύβει στο πάτωμα και να μετρά τις πενιχρές πένες που μαζεύει και που ορίζουν την απόσταση που τον χωρίζει από το πτωχοκομείο.

Ανέκφραστος και κέρινος φαντάζει απωθητικός σε εμάς τους θεατές. Είναι ένα παράξενο πλάσμα, και ανοίκειο. Και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο επίτευγμα της σκηνοθεσίας, καθώς δε θα ήταν δυνατό εμείς οι θεατές να έχουμε έτοιμες και πρόχειρες τις έννοιες με τις οποίες θα χαρτογραφήσουμε αυτό που η ίδια η κοινωνία το ωθεί έξω από τις παραδεδομένες εκδοχές της.

Και ωστόσο πάλι, λεπτό με το λεπτό που περνάει, νιώθουμε το δράμα αυτού του ανθρώπου που μετατρέπεται σε ένα κενό σημείο μιας μηχανιστικής ζωής και κοινωνίας, σε μία τρύπα που τον απορροφά αύτανδρο εκλύοντας δυστυχία.

Σταδιακά η ταινία θα ξεδιπλώσει δίπολα σεξουαλικών και έμφυλων συσχετίσεων, καθώς οι βασικοί της χαρακτήρες θα συνδέονται. Θα ψηλαφήσει τη διαδρομή από το φύλο ως απόρροια της βιολογικής μας υπόστασης έως ένα φύλο κοινωνικό ή και επιτελεστικό κατασκεύασμα.

Σε κάποια σκηνή, οι δυο γυναίκες-ως-άντρες θα βρεθούν στην ακρογιαλιά, δηλαδή στη «φύση», φορώντας φορέματα. Στη διαδρομή οι άντρες με την ίδια φυσικότητα που πρώτα χαιρετούσαν ένα κουστούμι τώρα θα χαιρετούν ένα φόρεμα. Και μπροστά στη θάλασσα, τα πλάσματα αυτά που έπαιξαν λόγω τραγικότητας με ό,τι φαντάζει φυσικό, θα αναδείξουν τη σχετικότητα του.

Η ταινία φέρει πλούσια σημειολογία και διανοίγει το νόημά της προς πολλές κατευθύνσεις. Είναι μια μελέτη του πως ο σιδηρούς νόμος της οικονομίας παίρνει το πάνω χέρι και συνθλίβει ό,τι νοείται ως επιθυμία.

Στο τέλος της, τα κέρματα του Άλμπερτ, τα μοναδικά ίχνη πως κάποτε υπήρξε, θα χρησιμοποιηθούν για την ανακαίνιση του ξενοδοχείου, για τη συνέχιση των σχέσεων υπηρεσίας και υποτέλειας, για τη διαιώνιση των κενών σημείων. Ένα εξώγαμο παιδί θα γεννηθεί με την άθλια μοίρα του γραμμένη ήδη από την κύησή του. Και δυο ευάλωτα και ισχυρά, ταυτόχρονα, άτομα με γυναικεία ανατομία θα συγκλίνουν σε μια φεμινιστική προεικόνιση του επόμενου αιώνα.

Όσο για εμάς, ας φανταστούμε ολόκληρο τον κόσμο μας ως ξενοδοχείο. Τα κλειδιά τα κρατά αυτό-που-λένε-εκμετάλλευση, και αυτή μοιράζει τα δωμάτια και τους ορόφους. Κάνει εξώσεις και αφήνει άστεγους, κάνει παιδιά να πεθαίνουν ως εργάτες στην Ασία, ανθρώπους να πεθαίνουν ως υλικό στο εμπόριο των οργάνων, ανθρώπους να πεθαίνουν στα σύνορα ως περιττά όντα που αποκαλούνται λαθρομετανάστες. Και κάνει κάποιους άλλους να αγοράζουνε ταυτότητες μαζί με στάμπες στα μπλουζάκια.





Αξιολόγηση: * * * * (4)

Δημήτρης Δρένος

δημοσιεύθηκε στο Φιλμ Νουάρ, 23/2/2012

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ


Κλειδιά για έναν Άστεγο Κόσμο
μια ραδιοφωνική εκπομπή του Δημήτρη Δρένου
με μουσική από όλο τον κόσμο και όλες τις εποχές
με κείμενα λογοτεχνίας και θεωρίας
κάθε Κυριακή
4 με 5 το απόγευμα
στους 90,4 - Αριστερά στα FM -
της Θεσσαλονίκης

Πρώτη εκπομπή: Κυριακή 19 Φεβρουαρίου





Το μπλογκ της εκπομπής:
Κλειδιά για έναν Άστεγο Κόσμο
www.ahomelessworld.blogspot.com

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ (CELUI QUI DOIT MOURIR)

Σκηνοθεσία: Ζυλ Ντασσέν
Παίζουν: Ζαν Σερβαί, Τέντυ Μπίλις, Ρότζερ Χάνιν, Μωρις Ρονέ, Μελίνα Μερκούρη, Φερνάντ Λεντού
Διάρκεια: 122’
1957



«Μηδαμινός ωσάν ένα θα ΄λεγα μουσικό διάστημα χιονόλυτο / συλλογιέμαι τι ψάχνω εγώ σ΄ αυτό τον κόσμο που εξοντώνει / στο Σαλβαντόρ στη Μπολίβια στην Ουραγουάη στο Σαντιάγκο / σκοτώνει τις ηπείρους τα βαθιά πλάσματα με κάτι μάτια / Θεέ μου λουλουδένια / τι γυρεύω εγώ σ΄αυτήνε την εκποίηση του μαύρου αβέρτα… / Μηδαμινός ωσάν ένα κουρελιασμένο ξεσκονόπανο πάλι / καταστρέφομαι δίχως τη δύναμη να δοξάσω τους φρέσκους / κι αδιάκοπους Χριστούς της Παρουσίας…», έγραφε ο Νίκος Καρούζος στο ποίημά του για τον Αρχιεπίσκοπο Ρομέρο.

Ο δολοφονημένος Ρομέρο υπήρξε μια από αυτές τις ξεχασμένες πλέον ιστορίες του 20ου αιώνα, ένας από τους ιερωμένους εκείνους της «Θεολογίας της Απελευθέρωσης» που συνδίασαν το χριστιανισμό με το μαρξισμό σε χώρες με χούντες και φτώχιες και το πλήρωσαν πεθαίνοντας στη λίμνη του αίματός τους.

Κάθε θρησκεία είναι παραμύθι και αλληγορία, ένα βιβλίο για πολλαπλές αναγνώσεις.
Είναι ο αναστεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα συνθηκών δίχως πνεύμα. (K. Marx)

Και κάθε πολιτική θεωρία εν τέλει προσκρούει ή γυροφέρνει αντίστοιχα ζητήματα. Τι γίνεται με την ηθική; Τι γίνεται με την ύπαρξη; Τι γίνεται με αυτή τη μυστηριώδη, δηλητηριώδη, θαυμαστή ουσία του ανθρώπου;

Είμαστε άτομα και είμαστε κοινωνία, έχουμε την ατομική μας στάση στα πράγματα και όμως αναλαμβάνουμε συλλογική δράση. Κάλλιστα υποτασσόμαστε, κάλλιστα εξεγειρόμαστε. Και ανάμεσα δεν υπάρχει τίποτα άλλο από ένα μεγάλο «ανάμεσα», που ερμηνεύει και κινητοποιεί, μια διαδρομή που αναμένει πάντα να διασχιστεί.

Το χίλια-εννιακόσια-κάτι η Ελλάδα ήταν ένας αγριότοπος. Ο ήλιος έκαιγε τα ξερά τοπία, οι βράχοι δε βγάζαν σοδειές, οι άνθρωποι ήταν άγριοι όπως και τα βουνά που κατοικούσαν.

Στην Κρήτη ώστοσο υπάρχει ένα χωριό που τα καταφέρνει κάπως καλύτερα. Έχει τα σπιτάκια του, έχει τα τρόφιμά του, έχει τον προύχοντά του, έχει τον τούρκο αγά που επιβλέπει, έχει και τον παπά που είναι η φωνή του χωριού. Πλησιάζει το Πάσχα και το έθιμο επιτάσσει κάποιοι χωριανοί να λάβουν ρόλους ώστε να αναπαραστήσουν το δράμα του Χριστού. Οι ρόλοι θα μοιραστούν με ευθυμία. Ο τραυλός βοσκός Μιχαλιός θα γίνει ο Χριστός, η «άσεμνη» χήρα του χωριού, Μαγδαληνή, οι παρίες της κοινότητας, Απόστολοι.

Μια μέρα στις πύλες του χωριού θα φτάσει εξαθλιωμένη πομπή. Είναι οι ξεριζωμένοι κάτοικοι ενός άλλου χωριού που εξεγέρθηκε ενάντια στους Οθωμανούς και κατακάηκε. Την πομπή της δικής τους σταύρωσης οδηγεί ο δικός τους παπάς. Θα ζητήσουν άσυλο, τροφή, την ακαλλιέργητη γη να καλλιεργήσουν.

Το πλούσιο χωριό και ο πλούσιος παπάς θα τους διώξουν. Οι μεν έχουν φλουριά στις κασέλες τους, οι δε έχουν τα κόκαλα των προγόνων σε ξεσκισμένα ταγάρια. Και αυτό αρκεί για να οριοθετήσει ένα σύνορο πιο βαθύ και πιο ψηλό από κάθε κοινότητα έθνους και θρησκείας.

Οι πρόσφυγες θα βρουν καταφύγιο απέναντι, στο βουνό. Κάθε μέρα θα πεθαίνουν από την πείνα. Όμως, υπάρχει ο καιρός της υποταγής και υπάρχει και ο καιρός της εξέγερσης. Οι παρίες του πλούσιου χωριού θα μετατραπούν σε επαναστάτες των κατατρεγμένων. Και αυτή τη φορά ο Χριστός και οι φίλοι του δε θα ιδρύσουν εκκλησία αλλά αντάρτικο.

Βασιζόμενος στο βιβλίο του Καζαντζάκη, ο Ντασέν έφτιαξε ένα αριστουργηματικό φιλμ. Γεμάτη ένταση, η σκηνοθεσία του αγγίζει τα ύψη του ιταλικού νεορεαλισμού. Η πνευματικότητα του φιλμ ομοιάζει αυτής του «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι. Οι λεπτές προσωπογραφίες των κατοίκων αποτελούν μια ιδιοφυή μαρξιστική αναπαράσταση των κοινωνιών.

Η κατάργηση της θρησκείας ως της ψευδούς ευτυχίας των ανθρώπων είναι η απαίτηση για την πραγματική τους ευτυχία. Το αίτημα ενάντια στις ψευδαισθήσεις που σκεπάζουν τις συνθήκες τους είναι το αίτημα ενάντια στις συνθήκες εκείνες που απαιτούν ψευδαισθήσεις. Η κριτική της θρησκείας είναι εν τέλει η κριτική της κοιλάδας των δακρύων της οποίας η θρησκεία είναι το φωτοστέφανο. (K.Marx)

Ποιά κράτη και ποιά έθνη; Ποιά εθνικά συμφέροντα και πανστρατείες; Ποιοί θεσμοί και ποιές θρησκείες;
Στις μέρες μας ακούγεται δυνατά το πως σοβεί ο ταξικός πόλεμος στην ατελεύτητη κοιλάδα των δακρύων.





Αξιολόγηση: * * * * * (5)

Δημήτρης Δρένος


δημοσιεύθηκε στον Εξώστη, 19/6/2008

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Ο ΤΣΙΛΙΑΔΟΡΟΣ (THE LOOKOUT)

Σκηνοθεσία: Σκοτ Φρανκ
Παίζουν: Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ, Τζεφ Ντάνιελς, Μάθιου Γκουντ, Άισλα Φίσερ
Διάρκεια: 99΄
2007



Αχανείς εκτείνονται οι πολιτείες της Αμερικής. Άπειρες επαρχίες - μικρές πόλεις διάσπαρτες. Μια τράπεζα εδώ, ένα διαλυμένο αγρόκτημα εκεί. Οι επαρχιακές λεωφόροι εκτείνονται σε ατέλειωτες ευθείες προς τα πέρα... Και όταν χιονίζει, ας πούμε κάπου στο Κάνσας, όλα μοίαζουν να αγγίζουν το διηνεκές.

Αχανή είναι και τα τοπία του ανθρώπινου μυαλού. Σε μια κλωστούλα κρέμεται η ανθρώπινη συνοχή. Αν κοπεί...

Κάπου στο Κάνσας ζει ο νεαρός Κρις Πατ. Ένα θανατηφόρο ατύχημα που προκάλεσε στην εφηβεία τον γεμίζει ενοχή και του στέρησε τη βραχύβια μνήμη. Ανήκει πλέον μόνο στο παρόν. Σε ένα μικρό μπλοκάκι σημειώνει ό,τι ένιωσε την προηγούμενη στιγμή και ό,τι σκοπεύει να κάνει την επόμενη, χάρτινη γέφυρα προς τη συνοχή.

Ζει με έναν τυφλό συγκάτοικο, δουλεύει τις νύχτες επιστάτης σε μια τράπεζα. Κάποτε είχε ένα μέλλον που υποσχότανε πολλά. Παράξενοι άνθρωποι θα τον προσεγγίσουν. Θα πεισθεί να γίνει συνεργός στη ληστεία της μικρής αγροτικής τράπεζας που δουλεύει. Τελευταία στιγμή θα τα τινάξει όλα στον αέρα.

Το The Lookout είναι ένα ιδιότυπο νουάρ. Διαδραματίζεται σε ασύνηθες περιβάλλον, όχι στα σοκάκια των διευθαρμένων και βίαιων μητροπόλεων μα σε λευκούς από το χιόνι ερημότοπους. Οι πρωταγωνιστές του είναι νέοι, όμορφοι νέοι. Όμως επιδέξια η σκηνοθεσία αφαιρεί κάθε ίχνος επίπλαστου λούστρου, αυτού του τόσο συνηθισμένου στις χαζές αμερικάνικες νεανικές ταινίες.

Ένα καλό νουάρ απαιτεί ατμόσφαιρα και απαιτεί πλοκή. Η πλοκή της ταινίας δεν πείθει πάντα, όμως η ατμόσφαιρά της είναι ορατή, ακούγεται, αγγίζεται.
Φυλορροεί λοιπόν η μνήμη, μα στο νωπό χιόνι δεν έχει φύλλα. Μόνο αίματα, ίχνη των τρακτέρ και των βημάτων μοναχικών ανθρώπων.

Μπερδεμένος είναι ο Δημήτρης αυτές τις μέρες. Και δεν ξέρει τελικά αν είδε μια πραγματικά καλή ταινία, ή αν είχε μέγιστη ανάγκη για κάτι τέτοιο. Και τη βαθμολογεί με:



Αξιολόγηση: * * * (3)

Δημήτρης Δρένος

δημοσιεύθηκε στον Εξώστη, 24/1/2008